ἀστράπτω

From LSJ
Revision as of 18:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστράπτω Medium diacritics: ἀστράπτω Low diacritics: αστράπτω Capitals: ΑΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: astráptō Transliteration B: astraptō Transliteration C: astrapto Beta Code: a)stra/ptw

English (LSJ)

(cf. στράπτω), Ep. impf.

   A ἀστράπτεσκον Mosch.2.86: fut. ἀστράψω Cratin.53, Nonn.D.33.376: aor. ἤστραψα Il.17.595, etc.:—lighten, hurl lightnings, freq. of omens sent by Zeus, ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353; Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9.237; ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης 10.5; ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε 17.595; οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα Ar.Ach.531, cf. V. 626.    2 impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened, οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr.578, cf. Arist.Rh.1392b27.    II flash or glance like lightning, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινός S.OC1067 (lyr.); κατάχαλκον ἀ. πεδίον gleams with brass, E.Ph.III; so ἀ. χαλκῷ X. Cyr.6.4.1; of the face, εἶδον τὴν ὄψιν . . ἀστράπτουσαν Pl.Phdr.254b; ἀ. τοῖς ὄμμασι X.Cyn.6.15; of flowers, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι bright, Nic.Fr.74.64: c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε . . σέλας (sc. Τυφών) flashed flame from his eyes, A.Pr.358; ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος AP12.161 (Asclep.), cf. Mosch. l.c.; ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP12.110 (Mel.).    2 of persons, to be brilliant, conspicuous, ἔν τινι Opp.C.1.361,2.23.    III trans., consume with lightning, dub. in Cratin.53.    2 illuminate, τι Musae.276.

German (Pape)

[Seite 377] Blitze schleudern, blitzen, Hom. vom Zeus Iliad. 2, 353. 9, 237. 10, 5. 17, 595; Arist. ἀστράπτει, es blitzt; Glanz ausstrahlen, ἵμερον ἀπ' ὀμμάτων ἀστράπτουσα Asclep. 12 (XII, 161); Κελτοῖς πουλὺν ἐνυάλιον Crinag. 28 (IX, 283); σέλας ἐξ ὀμμάτων Aesch. Prom. 356; intrans. glänzen, bes. von Augen, τοῖς ὄμμασι Xen. Cyn. 6, 15; ὄψις ἀστράπτουσα Plat. Phaedr. 254 b; γλῆναι ἀστράπτουσαι Sosip. 3 (V, 56); vgl. Opp. C. 1, 360; vom Metallglanz, χαλινὸς ἀστρ. Soph. O. C. 1069; ἤστραπτε χαλκῷ Xen. Cyr. 6, 4, 1; beleuchten, εὐνήν Mus. 276.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστράπτω: (πρβλ. στράπτω): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο εἶναι ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, συχνάκις ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ’ ἔκτυπε Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. λάμπω ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. πεδίον, λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… σέλας (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 356· ἴμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος Ἀνθ. Π. 12. 161· ἤστραψε γλυκὺ κάλλος αὐτόθι 110. ΙΙΙ. μεταβατ. καταφλέγω διὰ τῆς ἀστραπῆς, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4. 2) φωτίζω, οὐ δαΐδων ἤστραπτε σέλας Μουσαῖος 276.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤστραπτον, f. ἀστράψω, ao. ἤστραψα, pf. inus.
I. intr. 1 lancer des éclairs ; • impers. ἀστράπτει il éclaire;
2 p. anal. jeter des éclairs, étinceler;
II. tr. faire jaillir comme un éclair, acc..
Étymologie: ἀστραπή.

English (Autenrieth)

aor. part. ἀστράψᾶς: lighten, hurl lightning. (Il.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ép. ἀστράπτεσκον Mosch.2.86]
I intr.
1 lanzar un rayo Zeus Il.2.353, 9.237, 10.5, 17.595, Hes.Th.690, Ar.Ach.531, V.626
relampaguear οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr.578, cf. Arist.Rh.1392b27, ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα Eu.Luc.17.24.
2 fig. refulgir como el rayo, fulgurar πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινός S.OC 1067, ἅπαν πεδίον ἀστράπτει E.Ph.111, ἤστραπτε μὲν χαλκῷ ... ἡ στρατιά X.Cyr.6.4.1, χαλκός X.An.1.8.8, σίδηρος Opp.C.3.136, ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP 12.110 (Asclep.), cf. Ach.Tat.1.19.1, 2.1.2, ὥστε καὶ τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ τὰ σημεῖα ἀστράπτειν D.C.63.4.2, ἴχνος Dam.Pr.118, ref. a la expresión del rostro εἶδον τὴν ὄψιν τὴν τῶν παιδικῶν ἀστράπτουσαν Pl.Phdr.254b, τοῖς ὄμμασιν X.Cyn.6.15
de flores ser de brillantes colores Nic.Fr.74.64
de pers. ser brillante, sobresalir ἐν ἡμερίοισιν Opp.C.1.361.
II tr. iluminar ἤστραψε σέλας θαλαμηπόλον εὐνήν Musae.276.

• Etimología: Deriv. c. vocalismo ø de la raíz *H2ster (H1)- ‘brillar’ y *ok- ‘ver’ como ἀστεροπή y ἀστραπή q.u.

English (Strong)

probably from ἀστήρ; to flash as lightning: lighten, shine.

English (Thayer)

(later form στράπτω, see ἀσπάζομαι at the beginning (probably allied with ἀστήρ which see)); to lighten (Homer, Iliad 9,237; 17,595, and often in Attic): ἐσθής (R G ἐσθησεις), Sophocles Oed. Colossians 1067; Euripides, Phoen. 111, down). (Compare: ἐξαστράπτω, περιαστράπτω.)

Greek Monolingual

αστράφτω.

Greek Monotonic

ἀστράπτω: (α ευφωνικό, στράπτω, πρβλ. ἀ-στερόπη), παρατ. ἤστραπτον, Ιων. ἀστράπτεσκον· αόρ. αʹ ἤστραψα·
I. 1. αστράφτω, εκτοξεύω αστραπές, λέγεται για τους οιωνούς που στέλνονται από τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. απρόσ., ἀστράπτει, αστράφτει, ἤστραψε, άστραψε, σε Αττ.
II. αστράφτω, φωτίζω όπως η αστραπή, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἐξ ὀμμάτων, δ' ἤστραπτε σέλας (ενν. Τυφών), εξακόντισε φλόγες από τα μάτια του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστράπτω:
1) метать молнии Hom., Arph.: ἀστράπτει (impers.) Soph., Arst. сверкает молния;
2) сверкать, сиять (χαλκῷ Xen.; ἐπιχρύσοις ὅπλοις Plut.; ὄψις ἀστράπτουσα Plat.);
3) излучать (σέλας ἐξ ὀμμάτων Aesch.; ἵμερον ἀπ᾽ ὀμμάτων Anth.).

Middle Liddell

στράπτω, cf. ἀστεροπή
I. to lighten, hurl lightnings, of omens sent by Zeus, Il., Ar.
2. impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened, attic
II. to flash like lightning, Soph., Eur., etc.:—c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε σέλας (sc. Τυφών) he flashed flame from his eyes, Aesch.

Chinese

原文音譯:¢str£ptw 阿士特拉普拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:閃 投
字義溯源:閃光*,一閃,閃,放光,有光亮;或源自(ἀστήρ)=星*)
同源字:1) (ἀστραπή)閃電 2) (ἀστράπτω)閃光 3) (ἐξαστράπτω)向前照光 4) (περιαστράπτω)四周閃光
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 放光(1) 路24:4;
2) 一閃(1) 路17:24