μονόω

From LSJ
Revision as of 14:24, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόω Medium diacritics: μονόω Low diacritics: μονόω Capitals: ΜΟΝΟΩ
Transliteration A: monóō Transliteration B: monoō Transliteration C: monoo Beta Code: mono/w

English (LSJ)

Ep. and Ion. μουνόω, Od. 16.117, Hdt. (v. infr.); but μον- in Il.11.470: (μόνος):—

   A make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων made our race single, i. e. allowed but one son in each generation, Od.16.117; μ. τὸν Φίλιππον leave him isolated, Plb.5.16.10; get alone, τινὰ ἐν σπήλυγγι AP9.451; strip of predicates, make unique, [θεόν] Plot.6.8.15.    II more freq. in Pass., to be left alone, forsaken, ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς Il. l. c.; μουνωθέντα παρ' οἴεσιν ἢ παρὰ βουσίν Od.15.386; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt. 8.123; μουνωθέντα taken apart, without witnesses (v. l. for μουνόθεν), Id.1.116; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν A.Supp.749; of animals when hunted, X.Cyn.9.9; when left solitary, Arist.HA578b33; of the soul, to be separated from the body, Diog.Oen.36; of things, to be taken alone, Arist.EN1096b17; to be isolated in thought, Dam.Pr.195.    2 c. gen. pers., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.1.102, cf. 6.15, 7.139; μονωθεὶς δάμαρτος, σοῦ μονούμενος, E.Alc.296, 380; δεσποτῶν μονούμενος Id.Rh.871; μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρός Id.IA669; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων Th.6.101: abs., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν Id.2.81, cf. 5.40,58. b. c. gen. rei, μεμονωμένοι τῆς τῶν ἱππέων βοηθείας bereft of... D.S.19.43; μονούμενος τῶν ἀγαθῶν separated from... Pl.Lg. 710b; μονωθεῖσαι φρονήσεως without... Id.Ti.46e; μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, i. e. set free from... Id.Ax.370d.

German (Pape)

[Seite 206] ion. u. ep. μουνόω, v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., δείδω μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν, Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωθεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσθαι, Thuc. 4, 126; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; ὅταν πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεθ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηθείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μονόω: μέλλ. -ώσω· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μουνόω, Ἡρόδ., καὶ ἐν τῇ Ὀδ.· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μον-, ἴδε κατωτ.· (μόνος). Κάμνω τι νὰ μείνῃ μεμονωμένον, ἀπομονῶ, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, ἀπεμόνωσε τὸν οἶκόν μας, δηλ. ἐπέτρεψε μόνον ἕνα υἱὸν εἰς ἑκάστην γενεάν, «ἀρρένων παίδων ἐστέρησε τῶν ἐπέκεινα τοῦ ἑνὸς» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 117· καταπληξάμενοι τὸν Ἄρατον, καὶ μονώσαντες τὸν Φίλιππον, ἀπομονώσαντες αὐτόν, Πολύβ. 5. 16, 10· ἀφίνω ἐν ἀπομονώσει, ἐν ἐρημίᾳ, τινα ἐν σπήλυγγι Ἀνθ. Π. 9. 451. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., καταλείπομαι μόνος, ἐνὶ Τρώεσσι μονωθεὶς Ἰλ. Λ. 470· μουνωθέντα παρ’ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν Ὀδ. Ο. 386· ἐμουνοῦντο, ἀπεμονοῦντο, Ἡρόδ. 8. 123· μουνωθέντα, ἀπομονωθέντα, ὁ αὐτ. 1. 116· γυνὴ μονωθεῖσ’ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 748· οὕτως ἐπὶ ζῴων, μεμονωμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λαμβάνομαι μεμονωμένος, Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 10, κ. ἀλλ. 2) μετὰ γεν. προσ., μεμουνωμένοι συμμάχων, ἐγκαταλελειμμένοι ὑπὸ τῶν συμμάχων, ὁ αὐτ. 1. 102, πρβλ. 6. 15., 7. 139· σοῦ μονούμενος, μονωθεὶς δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 296, 380· οὕτω, μονωθεῖσα ἀπὸ πατρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 669, πρβλ. μόνος Ι· μονωθεὶς μετ’ ὀλίγων Θουκ. 6. 101· καὶ ἀπολ., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν ὁ αὐτ. 2. 81, πρβλ. 5. 40, 58. β) μετὰ γεν. πράγμ., μεμονωμένος βοηθείας, ἐστερημένος..., Διόδ. 19. 43· μονούμενος τῶν ἀγαθῶν, χωριζόμενος ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 710Β· μονωθεῖσαι φρονήσεως, ἄνευ..., ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 46Ε· μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, δηλ. ἀπολυθείς, ἐλευθερωθεὶς ἐκ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 370D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 réduire à un;
2 isoler, laisser seul ; Pass. être isolé : τινος, être dégagé de qch (d’un lien, etc.) ; ἀπό τινος EUR être séparé de qqn.
Étymologie: μονός.

English (Autenrieth)

aor. μούνωσε, pass. part. μονωθείς, μουνωθέντα: make lone or single, so propagate a race that there shall always be but one solitary heir, Od. 16.117; pass. part., left alone.

English (Strong)

from μόνος; to isolate, i.e. bereave: be desolate.

English (Thayer)

μόνῳ; (μόνος); from Homer down; to make single or solitary; to leave alone, forsake: perfect passive participle χήρα μεμονωμένη, i. e. without children, 1 Timothy 5:5, cf. 4.

Greek Monotonic

μονόω: (μόνος), Ιων. μουνόω, μέλ. -ώσω,
I. καθιστώ κάτι μεμονωμένο, απομονώνω, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε, απομόνωσε τον Οίκο μας, δηλ. επέτρεψε (άφησε) έναν μόνο γιο σε κάθε γενιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. Παθ., αφήνομαι μόνος ή εγκαταλελειμμένος, σε Όμηρ.· ἐμουνοῦντο, αφέθηκε, κάθε άνδρας μόνος του, σε Ηρόδ.· μουνωθέντα, απομονωμένα, χωρίς μάρτυρες, στον ίδ.
2. με γεν., μεμουνωμένοι συμμάχων, οι εγκαταλελειμμένοι από τους συμμάχους τους, στον ίδ.· μονωθεὶς δάμαρτος, σε Ευρ.· μονωθεῖσα ἀπὸ πατρός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μονόω: ион. μουνόω
1) делать одним, сводить к одному: γενεήν τινος μονῶσαι Hom. свести (каждое) поколение чьего-л. рода к одному лишь потомку, т. е. сделать однодетным;
2) оставлять в одиночестве, покидать (τινα ἐν σπήλυγγι Anth.; γυνὴ μονωθεῖσα Aesch.): ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς Hom. брошенный один среди троянцев; μονωθεῖσα ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος Eur. вдали от (т. е. без) отца и матери; μονωθεὶς μετ᾽ ὀλίγων Thuc. оставшись с небольшим количеством людей; οἱ (στρατηγοὶ) ἐμουνοῦντο Her. военачальники остались в одиночестве, т. е. получили по одному голосу; μεμουνωμένοι συμμάχων Her. покинутые (своими) союзниками;
3) отделять, изолировать: μονούμενον τῶν λεγομένων Plat. будучи взято отдельно от (всего) перечисленного;
4) лишать: σοῦ μονούμενος Eur. лишившись тебя; μονοθεὶς δάμαρτος Eur. овдовевший; μονωθεὶς φρονήσεως Plat. лишенный разума, неразумный;
5) освобождать (μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς Plat.).

Middle Liddell

μόνος
I. to make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε isolated our house, i. e. allowed but one son in each generation, Od.
II. Pass. to be left alone or forsaken, Hom.; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt.; μουνωθέντα taken apart, without witnesses, Hdt.
2. c. gen., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.; μονωθεὶς δάμαρτος Eur.; μονωθεῖσα ἀπὸ πατρός Eur.

Chinese

原文音譯:monÒw 摩挪哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)獨一
字義溯源:孤立,孤燭的,獨居無靠,荒僻的,無人煙的;源自(μόνος)*=僅存的)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 孤獨的(1) 提前5:5