εὔληρα

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔληρα Medium diacritics: εὔληρα Low diacritics: εύληρα Capitals: ΕΥΛΗΡΑ
Transliteration A: eúlēra Transliteration B: eulēra Transliteration C: eylira Beta Code: eu)/lhra

English (LSJ)

ων, τά,

   A reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)

German (Pape)

[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.

Greek (Liddell-Scott)

εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
rênes, guides.
Étymologie: apparenté à εἰλέω de la R. ϜελϜ, rouler.
Syn. ἡνία².

English (Autenrieth)

pl.: reins, Il. 23.481.

Greek Monolingual

εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].

Greek Monotonic

εὔληρα: -ων, τά, αρχ. λέξη αντί ἡνία, χαλινάρια, γκέμια, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

εὔληρα: ων τά возжи: εὔ. ἔχειν Hom. управлять вожжами.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: rein (Ψ 481, Q. S.);
Dialectal forms: Dor. αὔληρα (Epich. 178, H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear εὐληρωσίων πληγῶν H. (from *εὐλήρωσις to *εὐληρόομαι, -όω?). - One assumed *ἐ-Ϝληρ-ο-, *ἀ-Ϝληρ-ο- (Schwyzer 224), with prothesis to Lat. lōrum rein, Arm. lar strick, rope, band, from IE *u̯lēr-, *u̯lōr-, *u̯lǝr-, r-derivation from a primary verb for turn, wind, twine in 2. εἰλέω. S. W.-Hofmann s. lōrum, Pok. 1143. S. also λῶμα. - Given the variation, which cannot be explained as IE, prob. Pre-Greek; for ἀ-\/ἐ- cf. ἀμύς \/ ἐμύς and Furnée 347ff.

Middle Liddell

[old word for ἡνία,]
reins, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

εὔληρα: {eúlēra}
Grammar: n. pl.
Meaning: Zügel (Ψ 481, Q. S.); dor. αὔληρα (Epich. 178, H.).
Etymology : Unklar εὐληρωσίων· πληγῶν H. (von *εὐλήρωσις zu *εὐληρόομαι, -όω?). — Für *ἐϝληρο-, *ἀϝληρο- (Schwyzer 224) mit Vokalprothese zu lat. lōrum Riemen, Zügel, arm. lar Strick, Seil, Band, idg. *u̯lēr-, *u̯lōr-, *u̯lər-, r-Ableitung vom primären Verb für drehen, winden, flechten in 2. εἰλέω. Lit. bei WP. 1, 304 und W.-Hofmann s. lōrum. S. auch λῶμα.
Page 1,588