ἄζηλος

From LSJ
Revision as of 15:26, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζηλος Medium diacritics: ἄζηλος Low diacritics: άζηλος Capitals: ΑΖΗΛΟΣ
Transliteration A: ázēlos Transliteration B: azēlos Transliteration C: azilos Beta Code: a)/zhlos

English (LSJ)

ον,

   A unenvied, unenviable, dreary, γῆρας Semon.1.11; φρουρά A.Pr.143; θέα S.El.1455; βίος Id.Tr.284; ἔργον sorry deed, ib. 745; ἄζηλαπέλει all are in ill plight, Orac. ap. Hdt.7.140; πλοῦτος Plu. Lyc.10; ζῆλος ἀζήλων not deserving of envy, Phld. Oec.p.66J.    II Act., not envious, Menetorap.Ath.13.594c.

German (Pape)

[Seite 43] ohne Eifersucht, Ath. XIII, 594 c; – gew. unbeneidet, d. i. gering geachtet, schlecht, φρουρά Aesch. Prom. 173; μιάσματα νίκης Ch. 1012; θέα Soph. El. 1447, d. i. gestattet; βίος Trach. 283; ἔργον 742; neben οὐκ εὐδαίμονα Eur. Iph. T.620; Plut. Lyc. 10 neben ἄτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄζηλος: -ον, ὡς τὸ ἀζήλωτος, ὁ μὴ ἀξιοζήλευτος, ἀνιαρός, χαλεπός, γῆρας, Σιμων. Ἰαμβ. 1. 11˙ φρουρά. Αἰσχύλ. Πρ. 143: - βίος, ἔργον, Σοφ. Τρ. 284, 745˙ θέα, Ἠλ. 1455. Ἐν χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ ἄζηλα πέλει, = ἅπαντα εὑρίσκονται ἐν κακῇ καταστάσει˙ ὁ Λοβ. ἐν Ἀγλαοφ. 1353 διορθοῖ ἀΐδηλα. 2) μικροῦ ἢ ὀλίγου ἄξιος, Πλουτ. Λυκοῦρ. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Ἀθην. 594C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non digne d’envie;
2 triste, malheureux, lamentable;
3 misérable, vil.
Étymologie: ἀ, ζῆλος.

Spanish (DGE)

-ον
1 no envidiable, horrible, abominable, γῆρας Semon.2.11, φρουρά A.Pr.143, μιάσματα A.Ch.1017, cf. Orác. en Hdt.7.140, βίος S.Tr.284, cf. 745, El.1455, κακόν E.Fr.758d.5, cf. IT 619, πλοῦτος Thphr.Fr.78, cf. Plu.Lyc.10, Longin.44.8.
2 neutr. subst. τὸ ἄ. no envidiar Menetor 1.
3 inútil, no importante τὸ λοιπὸν αὐτῆς (τῆς ἱστορίας) ἄ. καὶ ἀνωφελές Plb.12.25g.2.

Greek Monotonic

ἄζηλος: -ον, 1. μη αξιοζήλευτος, θλιβερός, πληκτικός, σε Σιμων., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, άθλιος, αξιολύπητος, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄζηλος:
1) незавидный, жалкий (φρουρά Aesch.; βίος Soph.): ἄζηλα κοὐκ εὐδαίμονα Eur. незавидные и несчастные обстоятельства; ἀφιλότιμος καὶ ἄ. Plut. постыдный и жалкий;
2) недостойный зависти, не заслуживающий восхищения, ничтожный (πλοῦτος Plut.): κενὰ καὶ ἄζηλα Plut. пустые и суетные вещи.

Middle Liddell


1. not subject to envy, unenviable, dreary, Simon., Aesch., etc.
2. generally, sorry, inconsiderable, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζηλος -ον [ἀ-, ζῆλος niet te benijden, beklagenswaardig.