λοιδορώ

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

(Α λοιδορῶ, -έω)
υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ)
αρχ.
1. επιπλήττω, επιτιμώ
2. μέσ. λοιδοοῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.)
β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῑσθαι δ' οὐ πρέπει ἄνδρας ποιητάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. lunāti «κόβω», καθώς και με το λύω, ενώ το β' συνθετικό με το δέρω «γδέρνω». Η άποψη αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, από κάποιο αμάρτυρο λοίδος «παιχνίδι» (πρβλ. λατ. ludus) πλάσθηκε ένα επίσης αμάρτυρο παρ. λοιδόλης (τύπος: μαινόλης), το οποίο με ανομοίωση έδωσε λοιδόρης και το οποίο μεταπλάστηκε σε λοίδορος. Η κυριότερη αδυναμία της απόψεως αυτής είναι ότι θεωρεί το λοιδορώ παρ. του λοίδορος, ενώ το τελευταίο είναι αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.
ΠΑΡ. λοιδορία, λοίδορος
αρχ.
λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός, λοιδορητικός, λοιδοριστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιλοιδορώ, απολοιδορώ, επιλοιδορώ, καταλοιδορώ, προσεκλοιδορώ, προσλοιδορώ, συλλοιδορώ].