μορμύρω

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμύρω Medium diacritics: μορμύρω Low diacritics: μορμύρω Capitals: ΜΟΡΜΥΡΩ
Transliteration A: mormýrō Transliteration B: mormyrō Transliteration C: mormyro Beta Code: mormu/rw

English (LSJ)

[ῡ], of water,    A roar and boil, [ποταμὸν] ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών Il.5.599, cf. 21.325; ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων 18.403, cf. A.R. 1.543, etc.: in late Prose, Ael.NA14.26:—Med., = Act., D.P.82.    2 metaph., θυμῷ μ. Man.5.118. (Onomatopoeic word.)

German (Pape)

[Seite 207] (vgl. μύρω, die Reduplication der Wurzel tritt noch deutlicher in der von Hesych. erwähnten Nebenform μυρμύρω hervor), unter Gemurmel, Geräusch hinfließen, hinrauschen; ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων, mit Schaum rauschend, von einem Strome, Il. 5, 599. 21, 325; vom Okeanos, 18, 403; ῥεῦμα, Ael. N. A. 14, 26; auch im med., D. Per. 82; Hesych. erkl. allgemein ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖν; öfter bei sp. D., wie Maneth. 5, 118, in der Anth., Κύπρις μορμύρουσα ἀφρὰ, Leon. Tar. 41 (Plan. 182).

Greek (Liddell-Scott)

μορμύρω: [ῡ], ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος ποταμοῦ, ἀποτελῶ ποιὸν ἦχον, «βράζω», ποταμὸν ἀφρῷ μορμύροντα ἰδὼν Ἰλ. Ε. 599, πρβλ. Φ. 325· ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Σ. 403· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., καὶ Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, ἐν τέλ. - Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Π. 82. (Πρβλ. Σανσκρ. marmaras, Λατ. murmur, Ἀρχ. Γερμ. murmulon = murmeln).

French (Bailly abrégé)

murmurer en bouillonnant, murmurer, gronder.
Étymologie: DELG cf. lat. murmuro.

English (Autenrieth)

only part., of water, murmuring, dashing; ἀφρῷ, Ε , Il. 18.403.

Greek Monolingual

(ΑΜ μορμύρω)
(για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.-μσν.
(γενικά) μουρμουρίζω
αρχ.
(για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζωῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορ- μύρ-ω προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό και ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-, ενώ εμφανίζει επίθημα -yo. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα murmur- προϊόν ηχομιμήσεως με σημ. «μουρμουρίζω, βουίζω σιγανά» και συνδέεται με τα λατ. murmurō «μουρμουρίζω, murmur «μουρμουρητό», πιθ. με αρχ. ινδ. murmura «φωτιά που τρίζει», murmurā, ονομ. ενός ποταμού και με τον τ. μύρομαι].

Greek Monotonic

μορμύρω: [ῡ], λέγεται για το νερό, ηχώ καθώς ρέω και βράζω (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. murmur).

Russian (Dvoretsky)

μορμύρω: (ῡ) клокотать, шуметь: ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων Hom. шумно пенящаяся река.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: roar and boil, of water (Il., late prose); only present-stem.
Other forms: Also μυρμύρω H.
Compounds: Also with ἀνα-, ἐπι-.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic verb with intensive reduplication (Schwyzer 647 a. 258, Chantraine Gramm. hom. 1, 376). Such formations are frequent: Lat. murmurō, -āre mur-meln', Skt. múrmura- m. crackling fire, f. name of a river, marmara- roaring, Lith. murmė́ti, murm(l)énti grumble, murmur, Arm. mṙmṙ-am, -im (< *muṙmuṙ-am, -im) id. etc.; s. WP. 2, 307 f., Pok. 748, W.-Hofmann a. Fraenkel s.vv. with more forms. Cf. μύρομαι.

Middle Liddell

[Formed from the sound, like Lat. murmur.]
of water, to roar and boil, Il.

Frisk Etymology German

μορμύρω: {mormúrō}
Forms: nur Präsensstamm,
Grammar: v.
Meaning: ‘rauschen. aufsprudeln’, vom Wasser (ep. seit Il., auch sp. Prosa).
Composita : auch mit ἀνα-, ἐπι-,
Etymology : Onomatopoetisches Verb mit intensiver Reduplikation (Schwyzer 647 u. 258, Chantraine Gramm. hom. 1, 376). Ähnliche Bildungen begegnen mehrfach : lat. murmurō, -āremur-meln’, aind. múrmura- m. knisterndes Feuer, -ā f. N. eines Flusses, marmara- rauschend, lit. murmé̇ti, murm(l)énti murren, murmeln, arm. mṙmṙ-am, -im (aus *muṙmuṙ-am, -im) ib. u.a.m.; s. WP. 2, 307 f., Pok. 748, W.-Hofmann u. Fraenkel s.vv. mit weiteren Formen und Lit. Vgl. μύρομαι.
Page 2,254-255