έδαφος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔδαφος)
1. το ανώτατο στρώμα του φλοιού της γης, η επιφάνεια της γης
2. τόπος, γη, περιοχήπροσάρτηση εδαφών»)
3. γη, χώμα (από ποιοτική άποψη) («έδαφος παχύ, εύφορο»)
4. αγρός, χωράφι, οικόπεδο («ιδιωτικά εδάφη»)
νεοελλ.
1. το μονόχρωμο ή πολύχρωμο πεδίο μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, φόντο, βάθος
2. φρ. «κερδίζω έδαφος» — αποκτώ υπεροχή ή πλεονεκτήματα
αρχ.
1. πυθμένας, βάση
2. (για σπίτι) δάπεδο
3. αρχικό κείμενο, πρωτότυπο
4. χειρόγραφο
5. εδάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεμονωμένος σχηματισμός σε -(α)φος. Συνδέεται πιθ. με τά έδος, έζομαι, ενώ η ψίλωση της λ. προήλθε από ανομοίωση προς το δασύ -φ. Το ουδ. γένος της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του έδος. Η υποτεθείσα σχέση με το ούδας δεν έχει ισχυρή βάση].