αίσθηση

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η (Α αἴσθησις) αἰσθάνομαι
1. η αντίληψη διά μέσου τών αισθητηρίων οργάνων, η ίδια η λειτουργία κάθε αισθητηρίου οργάνου
2. καθεμία από τις πέντε αισθήσεις, δηλ. τις λειτουργίες με τις οποίες ο ανώτερος οργανισμός αντιλαμβάνεται τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος ή και του ίδιου του σώματός του
3. συναίσθηση, επίγνωση, συνείδηση
νεοελλ.
1. εντύπωση και ειδικά η ζωηρή εντύπωση, η μεγάλη απήχηση
2. διαίσθηση, προαίσθηση
αρχ.
1. αισθητήριο όργανο, έδρα αισθήσεως
2. νοητική ικανότητα, αντίληψη, γνώση, κατανόηση
3. (με αντικειμ. σημ.) η εντύπωση που προκαλεί η αίσθηση, το αίσθημα
4. (για το κυνήγι) μυρωδιά, ίχνη
5. «αἰσθήσεις θεῶν», οράματα, ορατή παρουσία τών θεών
6. 7. (για πράγματα) (φρ. που χρησιμεύει ως παθ. του ρ. αἰσθάνομαι) «αἴσθησιν ἔχω ἢ παρέχω» γίνομαι αντιληπτός
8. φρ. «ἔχω αἴσθησίν τινος», αισθάνομαι κάτι
«παρεχω αἴσθησίν τινος», παρέχω τα μέσα για την παρατήρησή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθησιακός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθησιαρχία].