αμμοδούρα

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source

Greek Monolingual

η και αμμουδέρα
γη αμμουδερή και άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα με παραγωγική κατάλ. -ούρα. Το -ο- του τύπου (αντί του κανονικού αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. αμμουδέρα προήλθε από το ουσιαστ. αμμουδάρα με επίδραση του επιθ. αμμουδερός].