διαθέω

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθέω Medium diacritics: διαθέω Low diacritics: διαθέω Capitals: ΔΙΑΘΕΩ
Transliteration A: diathéō Transliteration B: diatheō Transliteration C: diatheo Beta Code: diaqe/w

English (LSJ)

aor. 1 part. διαθεύσας Vett. Val.345.35:—A run about, run to and fro, Th.8.92, Jul.Mis.338c, etc.; of reports, spread, X.Oec. 20.3; of a panic, Id.Cyr.6.2.13; ἀστέρες διαθέοντες shooting stars, Arist.Mete.342b21. II run a race, Pl.Tht.148c; τινί with or against .., Id.Prt.335e; πρός τινα Plu.2.58f: c. acc. cogn., δ. τὴν λαμπάδα run the torch-race, Id.Sol.1.

German (Pape)

[Seite 578] (s. θέω, 1) hin u. her, umherlaufen; ἐν τῷ ἄστει Thuc. 8, 92; διά τινος, durch etwas hin, Plut. Caes. 26; ἀστέρες, Arist. Meteor. 1, 4, 5; ähnl. φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen. Cyr. 6, 2, 13. – 2) durchlaufen, von der Rede, Xen. Oec. 20, 3. – 3) um die Wette laufen, Piat. Theaet. 148 c; πρός τινα, Plut. ad. et am. discr. 23; τὴν ἱερὰν λαμπάδα, im Fackellauf, Sol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαθέω: μέλλ. -θεύσομαι, διατρέχω, περιτρέχω, Θουκ. 8. 92, κτλ.· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· οὕτως ἐπὶ πανικοῦ φόβου, ὁ αὐτ. Κύρ. 6. 2, 13· ἀστέρες διαθέοντες, οἱ διᾴττοντες, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 5. ΙΙ. τρέχω ἀγωνιζόμενος, Πλάτ. Θεαιτ. 148C· τινί, ἐναντίον τινὸς…, ὁ αὐτ. Πρωτ. 335Ε· πρός τινα Πλούτ. 2. 58Ε· - μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. τὴν λαμπάδα, ἀγωνίζομαι τὸν μετὰ λαμπάδος δρόμον, δηλ. τὴν λαμπαδηδρομίαν, ὁ αὐτ. Σόλωνι 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαθεύσομαι, etc.
1 (διά de côté et d’autre) courir de tous côtés ; se répandre, se propager en parl. d’un bruit, d’une panique, etc.
2 (διά contre) courir pour lutter : δ. τὴν λαμπάδα PLUT disputer le prix de la course aux flambeaux.
Étymologie: διά, θέω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 correr por todas partes, de acá para allá διακωλυόντων τοὺς ἐν τῷ ἄστει διαθέοντας Th.8.92, cf. X.Cyr.3.1.3, ἄνω κάτω διαθεόντων Ph.2.534, cf. 541, Ach.Tat.2.32.1, Hsch., διαθέοντας ἀνόπλους ἥρπασεν Plu.Brut.8, cf. Aem.32, διαθεόντων ... τῶν φθειρῶν ὥσπερ ἐν λόχμῃ τῶν θηρίων Iul.Mis.338c, κύνας ὁρῶ ... διαθέοντας D.Chr.7.4, cf. Longus 2.13.4, D.C.76.1.5, 78.11.3, ἀστέρες διαθέοντες estrellas fugaces Arist.Mete.342b21, νέφη ... διαθέοντα D.C.65.13.1, ὑδάτων δὲ διαθεόντων πλῆθος habiendo gran cantidad de agua corriente I.AI 12.231, σπινθῆρες ἰσχυροὶ διαθέοντες D.Chr.36.44
correr ἐπὶ τὰ θλιβόμενα τῆς μάχης Plu.Ages.34, ἐπὶ τῆς κεραίας ἄνω Luc.Nau.4
del tiempo discurrir ὁ μακρὸς διαθέων χρόνος Sch.Pi.N.4.66a.
2 competir corriendo οἱ τοῖς Λουπερκαλίοις γυμνοὶ διαθέοντες Plu.2.280b, cf. Rom.21, c. gen. εἶτα διαθέων τοῦ ἀκμάζοντος ... ἡττήθης Pl.Tht.148c, c. dat. τῶν δολιχοδρόμων τῳ ... διαθεῖν Pl.Prt.335e, c. constr. prep. πρὸς Ἀλέξανδρον Plu.2.58e
c. ac. competir en, disputar una carrera οἱ τὴν ἱερὰν λαμπάδα διαθέοντες Plu.Sol.1, οἱ τοὺς ταχεῖς διαθέοντες δρόμους Philostr.VA 5.8.
3 c. suj. abstr. extenderse, difundirse ἡ δὲ ἐρυθρὰ πλείστη περὶ αὐτὰ χρόα διαθεῖ Pl.Ti.80e, φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ X.Cyr.6.2.13, διέθει ... θόρυβος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ X.HG 6.5.36, λόγου οὕτω διαθέοντος X.Oec.20.3, ἡ φήμη διαθέουσα Hdn.2.4.2
en v. med. expandirse (ὀσμᾶν) διὰ γὰρ στενῶν πόρων διαθεῖσθαι Ti.Locr.101a.
II c. ac. de ext. en el espacio correr a lo largo de, recorrer, surcar ἄνω καὶ κάτω τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.56, poét. en tm. νῆα ... ἁλὸς διὰ μέτρα θέουσαν Opp.H.1.222, διὰ πλατὺ κῦμα θέοιεν Opp.H.4.414, πέλαγος διὰ ποσσὶ θέουσιν Q.S.8.156
fig. del sonido διὰ ... τὸ τὴν φωνὴν διαθεῖν μὲν τὰς βραχείας op. ἀναπαύεσθαι Aristid.Quint.35.20.

Greek Monolingual

διαθέω) θέω
1. τρέχω εδώ κι εκεί, περιτρέχω, διατρέχω κάποιον χώρο
2. (για φήμη) διαδίδομαι
αρχ.
συμμετέχω σε αγώνα δρόμου.

Greek Monotonic

διαθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω εδώ κι εκεί, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για τις φήμες, τον πανικό, τον φόβο, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Ξεν.
II. τρέχω αγωνιζόμενος, τινί, μαζί με ή εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.· με συστ. αντ., δ. τὴν λαμπάδα, αγωνίζομαι στη λαμπαδηδρομία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαθέω: (fut. διαθεύσομαι)
1) бегать в разные стороны, носиться (ἐν τῷ ἄστει Thuc.; διὰ τῶν στενωπῶν Plut.): οἱ διαθέοντες ἀστέρες Arst. (падающие) звезды;
2) состязаться в беге (τινι Plat. и πρός τινα Plut.): οἱ τὴν ἱερὰν λαμπάδα διαθέοντες Plut. состязающиеся в беге со священными факелами;
3) разноситься, распространяться (φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen.): λόγου οὕτω διαθέοντος Xen. когда ходят такие толки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θέω heen en weer snellen:. τοὺς ἐν τῇ πόλει διαθέοντας degenen die in de stad heen en weer renden Thuc. 8.92.8. hardlopen, aan een hardloopwedstrijd deelnemen:; εἰ... διαθέων τοῦ ἀκμάζοντος... ἡττήθης als jij bij het hardlopen was verslagendoor de atleet in topvorm Plat. Tht. 148c; met dat.: τῶν δολιχοδρόμων τῳ... διαθεῖν hardlopen tegen een langeafstandsloper Plat. Prot. 335e. zich verspreiden:. φόβος διαθέοντα ἐν τῇ στρατιᾷ dat angst zich in het leger verspreidde Xen. Cyr. 6.2.13.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
I. to run about, Thuc., etc.; of reports, of panic fear, Xen.
II. to run a race, τινί with or against another, Plat.:—c. acc. cogn., δ. τὴν λαμπάσο=α to run the torch-race, Plut.