καταβλητέον
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
(καταβάλλω) A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e. 2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
Greek Monotonic
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβλητέον adj. verb. n. van καταβάλλω, er moet gezaaid worden.