κωδωνοφαλαρόπωλος
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ον, A with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.
German (Pape)
[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.
Greek (Liddell-Scott)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.
Greek Monolingual
κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξό-πωλος)].
Greek Monotonic
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.
Middle Liddell
κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον
with bells on his horses' trappings, Ar.