κυρτόω

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρτόω Medium diacritics: κυρτόω Low diacritics: κυρτόω Capitals: ΚΥΡΤΟΩ
Transliteration A: kyrtóō Transliteration B: kyrtoō Transliteration C: kyrtoo Beta Code: kurto/w

English (LSJ)

A hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, E.Hel.1558; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότες Ath.14.629f; καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Lib.Or.59.138; λαίφεα AP10.15 (Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, Antyll. ap. Orib.46.27.6:—Pass., κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Od.11.244; κυρτοῦσθαι ῥάχιν Opp.C.3.273; of leeches, Opp.H.2.602: in Prose, οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι X.Cyr.7.5.11; become hunchbacked, Sor.1.112: aor. 1 Med. ἐκυρτώσαντο bulged, δειρήν Nonn. D.37.564.

German (Pape)

[Seite 1538] krümmen, wölben; κῦμα κυρτωθέν, von der wie zur Brautkammer gewölbten Woge, Od. 11, 244; κυρτῶν τε νῶτα ταῦρος Eur. Hel. 1574; sp. D., wie κυρτώσαντες λαίφεα Paul. Sil. 57 (X, 15), Opp. Cyn. 3, 273. – Auch in Prosa; οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται Xen. Cyr. 7, 5, 11; Sp., wie Galen. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κυρτόω: (κυρτὸς) κυρτώνω, κάμπτω τι μέχρις οὗ σχηματίσῃ τόξον, κυρτῶν νῶτα, ἐπὶ ταύρου ἑτοιμαζομένου εἰς ἐπίθεσιν, Εὐρ. Ἑλ. 1558· τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κ. Ἀθήν. 629F· λαίφεα Ἀνθ. Π. 10. 15. ― Παθ., κῦμα παρεστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθὲν (πρβλ. κυρτὸς) Ὀδ. Λ. 244· κυρτοῦσθαι ῥάχιν Ὁππ. Κυν. 3. 273· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι κυρτοῦνται Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― μέσ. ἀόρ. α΄ ἐκυρτώσαντο Νόνν. 37. 564.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
courber, voûter;
Moy. κυρτόομαι-οῦμαι se courber.
Étymologie: κυρτός.

English (Autenrieth)

make curved; κῦμα κυρτωθέν, ‘arched,’ Od. 11.244†.

Greek Monotonic

κυρτόω: μέλ. -ώσω, σκαλίζω ή λαξεύω σε αψίδα, κυρτῶν νῶτα, λέγεται για ταύρο που ετοιμάζεται να επιτεθεί, σε Ευρ.· κ. λαίφεα, σε Ανθ. — Παθ., σχηματίζω καμάρα ή αψίδα, λέγεται για κύμα που σπάζει, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κυρτόω:
1) сгибать, выгибать (νῶτα Eur.); med. выгибаться, прогибаться (ἄνω Xen.; κῦμα, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Hom.);
2) вздувать, надувать (λαίφεα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρτόω [κυρτός] met acc. (doen) krommen, buigen:. κυρτῶν... νῶτα zijn rug krommend Eur. Hel. 1558. pass. intrans. krullen:. κῦμα κυρτωθέν een omkrullende golf de bolling van een wiel Od. 11.244.

Middle Liddell

κυρτόω, fut. -ώσω
to curve or bend into an arch, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, Eur.; κ. λαίφεα Anth.:—Pass. to form a curve or arch, of a wave breaking, Od., Xen.