ἅλμα

From LSJ
Revision as of 00:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλμα Medium diacritics: ἅλμα Low diacritics: άλμα Capitals: ΑΛΜΑ
Transliteration A: hálma Transliteration B: halma Transliteration C: alma Beta Code: a(/lma

English (LSJ)

τό, (ἅλλομαι) A spring, leap, poet.for Prose πήδημα, Od.8.103, 128; ἅ. πέτρας, πετραῖον leap or fall from rock, E.HF1148, Ion 1268; κρημνῶν ἅ. Epigr.Gr.225 (Ephesus); οἰκεῖον . . ἅ. ἐπὶ ξίφος E.Hel.96; κυνῆς ἅ. the leap of the lot from the helmet, S.Aj.1287; κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ E.El.439; track of a comet, Arist.Mete.343b23. 2 jumping, asanathletic contest, Simon.153:—in pl., jumping-ground, τῶν ἁ. τὴν σκάψιν καὶ ὁμάλιξιν BCH23.566 (Delph., iii B. C.). II Medic., pulsation, palpitation, of the embryo, Hp.Alim.42; of the heart, Id.Cord.4; f.l. in Pl.Ti.70d.

German (Pape)

[Seite 107] τό, das Springen; Hom. zweimal, als Wettkampf, Od. 8, 103 περιγιγνόμεθα ἄλλων ἅλμασιν, 128 ἄλματι προφερέστατος ἦεν; – der Sprung, πέτρας, vom Felsen, Eur. Herc. Fur. 1120, wie πετραῖον Ion 1267; κρημνῶν Ep. ad. 700 (App. 273). Bei Hippocr. Bewegungen, Zuckungen der Glieder. Bei Plat. Tim. 70 d hat man οἷον ἅλμα μαλακόν fälschlich vom Orte, worauf man springt, erklärt; wenn nicht μάλαγμα zu schreiben, so ist es = ἁλλόμενον μαλακῶς.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
saut, bond.
Étymologie: ἅλλομαι.

English (Autenrieth)

(ἅλλομαι): leaping, as a contest, game, Od. 8.103 and 128.

English (Slater)

ἅλμα
   1 sea water, salt water ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (P. 2.80) “ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (P. 4.39) δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (N. 6.64) φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]αλμᾳ[ fr. 140a. 73. met., ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36)
ἅλμα
   1 leap; place for jumping, met. εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις (ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἷς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται· ἐκείνων γὰρ κατὰ τὸν ἀγῶνα πηδώντων, ὑποσκάπτεται βόθρος ἑκάστου τὸ ἅλμα δεικνύς. Σ.) (N. 5.20)

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1salto de longitud, en competiciones ἅλματι δ' Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν Od.8.128, πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103, en el pentatlón ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην Simon.151.2D., cf. Philostr.Gym.31, 55
c. gen. ποδῶν E.El.439, cf. Lyc.245, ἐκ ποδός Nonn.D.45.341
en la guerra, LXX Ib.39.25
de animales marinos, en esp. de delfines ὑγρὸν ... ἅλμα AP 7.214 (Arch.), cf. Opp.H.3.101
de seres semidivinos salto, vuelo ἐκ δυσμῶν εἰσπτήσεται ἅλματι κούφῳ Orac.Sib.5.104, cf. Orph.H.55.23.
2 salto, caída c. gen. πέτρας ... ἅ. E.HF 1148, κρημνῶν ἅ. GVI 1760.2 (Maratesion, Éfeso I a.C.)
c. otras constr. πετραῖον ἅ. salto desde una peña E.Io 1268, cf. πανύστατον ἅλμα θορόντες corriendo al último salto Triph.589, ἅ. ἐπὶ ξίφος salto contra (su propia) espada E.Hel.96
de las piedras de sorteo κυνῆς ... ἅλμα caída ... del casco S.Ai.1287.
II pista o foso enarenado para la ejecución de saltos τῶν ἁλμάτων τὰν σκάψιν BCH 23.566 (Delfos III a.C.), τὸ δὲ φέγγος ἀπέτεινε μέχρι τοῦ τρίτου μέρους οἷον ἅλμα la luz se extendió por un tercio del cielo, como si fuera una pista de la cola de un cometa, Arist.Mete.343b23
fig. μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις ref. a las posibilidades del poeta (si se trata de alabar la riqueza o la fuerza de las manos) que alguien me trace desde aquí mismo el foso para los largos saltos Pi.N.5.20.
III medic. palpitación, movimiento del feto, Hp.Alim.42, del corazón ὅπη καὶ διασημαίνει τὸ ἅλμα donde se nota el latido Hp.Cord.4.

• Etimología: Cf. ἅλλομαι.
(ἅλμᾱ) dór. v. ἅλμη.

Greek Monotonic

ἅλμα: -ατος, τό (ἅλλομαι), σκίρτημα, αναπήδημα, σε Ομήρ. Οδ.· ἅλμα πέτρας, πήδημα ή πτώση από βράχο, σε Ευρ.· κυνῆς ἅλμα, η αναπήδηση του λαχνού από την περικεφαλαία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἅλμᾱ: II ἡ дор. = ἅλμη.
ἅλμα: ατος τό ἅλλομαι прыжок, скачок: ἅλματι πάντων προφερέστατος Hom. превзошедший всех в прыжках; ἅ. πέτρας или πετραῖον Eur. прыжок или падение со скалы; κοῦφος ἅ. ποδῶν Ἀχιλλεύς Eur. легконогий Ахилл; οἰκεῖον αὐτὸν ὤλεσ᾽ ἅ. ἐπὶ ξίφος Eur. он покончил с собой, бросившись на (свой) меч.

Middle Liddell

ἅλλομαι
a spring, leap, bound, Od.; ἅλμα πέτρας a leap or fall from the rock, Eur.; κυνῆς ἅλμα the leap of the lot from the helmet, Soph.

English (Woodhouse)

jump, leap, spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)