ἔφηβος

From LSJ
Revision as of 09:15, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφηβος Medium diacritics: ἔφηβος Low diacritics: έφηβος Capitals: ΕΦΗΒΟΣ
Transliteration A: éphēbos Transliteration B: ephēbos Transliteration C: efivos Beta Code: e)/fhbos

English (LSJ)

hyperdor. ἔφαβος, ὁ, (ἥβη) A ephebe, adolescent, one arrived at adolescence (i. e. the age of 18 years, Poll.8.105, Harp. s.v. ἐπιδιετές; in Persia 16 or 17 years, X.Cyr.1.2.8), Lycurg.76, Arist.Ath.42.2, IG22.1156, al., SIG959.12 (Chios), etc.; εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Pl.Ax.366e; ἐξ ἐφήβων ἐστὶ καὶ ἤδη εἴκοσι ἐτῶν Teles p.50 H.: generally, boy, καλός ἐστιν ἔ. ὁ σός PLit.Lond.52. 2 young girl, Hsch. II kind of cup, Steph.Com.1.5, Philem.Lex. ap. Ath.11.469a. III throw of the dice, AP7.427.5 (Antip. Sid.). IV a woman's shoe, Herod.7.61.

German (Pape)

[Seite 1116] ὁ, dor. ἔφαβος, Theocr. 23, 1, der die ἥβη, das Alter der Mannbarkeit, erreicht hat. In Athen wurde der Jüngling mit dem 18. Jahre, das Mädchen mit dem 14. so genannt, vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. oben ἐπιδιετές; εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσελθεῖν, ἐξέρχεσθαι, ibd. 1, 5, 1; εἰς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Plat. Ax. 366 e, denn mit dem Eintritt in dies Alter wurde man unter die Bürger aufgenommen u. nach vorangegangener δοκιμασία in das ληξιαρχικόν eingetragen; vgl. Herm. §. 123; ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι, aus dem Jünglingsalter treten, Luc. Iup. trag. 26; Plut. u. A. – Als fem. nur VLL. u. Sp. – Bei Ath. XI, 469 a u. Schol. Ar. Vesp. 851 eine Art Trinkgeschirr, vgl. ἡβάω. – Bei Antp. Sid. 93 (VII, 427) ein Wurf im Würfelspiel.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφηβος: Δωρ. ἔφᾱβος, ὁ, ὁ εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, ἀπὸ δέκα καὶ ὀκτὼ ἐτῶν μέχρι τοῦ εἰκοστοῦ, «καὶ εἰς μὲν τοὺς ἐφήβους εἰσῄεσαν ὀκτωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι» Πολυδ. Η΄, 105, Ἁρποκρ. ἐν λ. ἐπιδιετές· (ὁ Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 2, 8 θέτει τὴν ἡλικίαν ταύτην μετὰ τὸ 16ον ἢ 17ον ἔτος διὰ τοὺς Πέρσας: μέχρι μὲν δὴ ἕξ ἢ ἑπτακαίδεκα ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς οἱ παῖδες ταῦτα πράττουσιν, ἐκ δὲ τούτου εἰς τοὺς ἐφήβους ἐξέρχονται)· ἅμα εἰσελθὼν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην ὁ Ἀθηναῖος νεανίας ὑφίστατο τὴν δοκιμασίαν καὶ ἐνεγράφετο ὡς πολίτης εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον τοῦ δήμου αὑτοῦ, Λυκοῦργ. 157. 18, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. κεφ. 42., 76. 1· δοκιμασία ἐφήβων ὁ αὐτ. 60. 12 κἑξ., ἴδε Böckh de Eph. Att. (1819), Λεξικ. Ἀρχαιοτ. (κατὰ τὸν Πολυδ. καὶ Ἁρποκρ. ἡ ἐγγραφὴ ἐν ληξιαρχικῷ γραμματείῳ ἐγίνετο μετὰ δύο ἔτη, δηλ. εἰς τὸ 20ὸν ἔτος) πρβλ. περίπολος. 2) ἐπὶ παρθένου, Βασίλ., Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἀθήν. 469Α. ΙΙΙ. βόλος τις τῶν κύβων, Ἀνθ. Π. 7. 427.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éphèbe, adolescent.
Étymologie: ἐπί, ἥβη.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος)
αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» — να γραφούν στα ληξιαρχικά βιβλία τών εφήβων (Πλάτ.)
2. πάπ. παιδίκαλός ἐστιν ἔφηβος ὁ σός»)
3. νέα κοπέλα («τῷ ὀνόματι τῆς γυναικός καὶ ἡ ἔφηβος παρθένος δηλοῡται», Βασ.)
4. είδος ποτηριού
5. είδος γυναικείου υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. άν-ηβος, πρόσ-ηβος].

Greek Monotonic

ἔφηβος: Δωρ. ἔφ-ᾱβος, ὁ,
I. αυτός που φθάνει στην εφηβεία (ἥβη), νέος δεκαοκτώ χρόνων, ηλικία στην οποία οι Αθηναίοι νέοι υποβάλλονταν στη δοκιμασίαν και θεωρούνταν πλέον ως καταγεγραμμένοι πολίτες στο ληξιαρχικό γραμματείο του δήμου, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ρίξιμο ζαριών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔφηβος: дор. ἔφᾱβος ὁ
1) эфеб, юноша, достигший возмужалости, подросток (с 16, в Афинах с 18 лет, между παῖς и νέος; достигнув этого возраста, он подвергался докимасии (см. δοκιμασία), записывался как совершеннолетний и полноправный гражданин в ληξιαρχικόν своего дема и привлекался к περίπολος, т. е. к военной службе в пограничных отрядах, отбывая ее до 20-летнего возраста) Arst., Plut.: εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσέρχεσθαι Xen. вступить в число эфебов; εἰς ἐφήβους ἐγγράφεσθαι Plat. быть записанным в число эфебов; ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι Luc. выйти из юношеского возраста;
2) «эфеб» (бросок в игре в кости) Anth.

Middle Liddell


I. one arrived at puberty (ἥβἠ a youth of 18 years when the Athen. youth underwent his δοκιμασία and was registered as a citizen, Xen., etc.
II. a throw on the dice, Anth.

English (Woodhouse)

a youth arrived at manhood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

Ephebe /ɛˈfiːb/ (from the Greek ephebos ἔφηβος (plural: epheboi ἔφηβοι), anglicised as ephebe (plural: ephebes), or Latinate ephebus (plural: ephebi) is the term for an adolescent male. In ancient Greek society and mythology, an ephebos was a boy, aged 17–18, who went through a period of initiation that included military training.