εἰσφρέω

From LSJ
Revision as of 10:07, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσφρέω Medium diacritics: εἰσφρέω Low diacritics: εισφρέω Capitals: ΕΙΣΦΡΕΩ
Transliteration A: eisphréō Transliteration B: eisphreō Transliteration C: eisfreo Beta Code: ei)sfre/w

English (LSJ)

impf. A εἰσέφρουν D.20.53 : fut. -φρήσω Ar.V.892, -φρήσομαι (in same sense) D.8.15 : aor. I -έφρησα Plb.21.27.7, PLips.39.11 (iv A.D.) : impf. Med. εἰσεφρούμην E.Tr.652 ; cf. εἰσπίφρημι:— let in, admit, Ar. l.c. ; στράτευμα D.20.53 :—Med., bring in with one, E. l.c. ; also εἰσφρήσασθαι· καυχήσασθαι, μετὰ σπουδῆς εἰσενεγκεῖν, Hsch. 2 swallow, Arist.Mir.831b11. II intr, let oneself in, enter, Plb. l.c., Alciphr.3.53, Jul.Caes.315a.

German (Pape)

[Seite 747] (mit εἰσφέρω verwandt? B. A. 244 erkl. εἰσφρήσειν = εἰσφορήσειν καὶ εἰσδέξασθαι), hinein-, zulassen; εἰσφρήσω Ar. Vesp. 892; εἰσέφρουν τὸ στράτευμα Dem. 20, 53; aber εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Pol. 22, 10, 7 ist intr., hineingehen, wie Alciphr. 3, 53. – Med., zu sich einlassen, εἴσω μελάθρων κομψὰ ἔπη οὐκ εἰσεφρούμην Eur. Tr. 647; εἰσφρήσεσθαι Dem. 8, 15. Nach den Gramm. im imperat. εἴσφρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφρέω: (πρβλ. ἐπεισφρέω), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ παραδέχομαι, Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., εἰσάγω μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, κατεσθίω, περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., παρεισφρέω, εἰσέρχομαι, Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ φρέω, πιθαν. συγγενὲς τῷ φέρω, εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις μετὰ τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. εἰσέφρουν, f. εἰσφρήσω, ao. εἰσέφρησα, pf. inus.
introduire;
Moy. εἰσφρέομαι (impf. εἰσεφρούμην) introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, φρέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Ar.V.892
I tr.
1 c. ac. de pers. dar paso, dejar entrar τὸ στράτευμα D.20.53, ἔπραττεν ὡς ἂν εἰσφρήσοι τὸ στράτευμα τὸ πολέμιον trataba de hacer entrar al ejército enemigo Synes.Prouid.2.3, abs. ὡς ἡνίκ' ἂν λέγωσιν, οὐκ εἰσφρήσομεν porque, una vez que estén hablando, no dejaremos pasar Ar.l.c.
en v. med. mismo sent. τούτους εἰσφρήσεσθαι D.8.15, cf. Aristid.Or.10.17.
2 fig. c. ac. de abstr. introducir c. compl. de lugar o. dat. σοφισμοὺς ... οὕσπερ εἰσφρῆσαι τετόλμηκας τῇ σεπτῇ Ἐκκλησίᾳ Nil.M.79.356D, τοῖς εὐεκτοῦσιν καὶ ἐρρωμένοις ... τὴν ἑαυτοῦ εἰσφρήσας κακόνοιαν Ps.Caes.210.12, τὴν ἀρχὴν παρὰ τοὺς ἱεροὺς εἰσφρήσαντι κανόνας τῷ ... τῆς βασιλίδος θρόνῳ CHier.(536) Act.132 (p.187.34)
c. pron. refl. introducirse διὰ τῆς στενῆς ταύτης εἰσόδου εἰσφρήσαντες ἑαυτούς Philostr.Iun.Im.10.15, εἰσφρήσαντες ἑαυτοὺς ... ἐν τῇ ἐμῇ οἰκίᾳ SB 13260.18 (IV d.C.), cf. PLips.39.11 (IV d.C.)
fig. Μοντανὸς δὲ εἰσέφρησεν ἑαυτόν Montano se inmiscuyó (en esta cuestión), Epiph.Const.Haer.48.11.8, c. compl. de lugar εἰς τὴν τῶν αἱρετικῶν ἐκκλησίαν Thdt.H.Rel.2.21
en v. med. admitir ἔσω τε μελάθρων κομψὰ θηλειῶν ἔπη οὐκ εἰσεφρούμην E.Tr.652.
II intr. entrar, penetrar ἀναγκαῖον εἰσφρεῖν τὸν ἀέρα ref. la respiración, Arist.Iuu.480a29, ὅταν πλῆθος εἰσφρήσωσιν αὐτῶν (κογχῶν) Arist.Mir.831b11, (ὁ Χριστός) εἰς τὴν ἁγίαν εἰσέφρησε γῆν Cyr.Al.M.69.64A
fig. introducirse, acceder de pers. εἰσφρήσας τε εἰς τὰ βασίλεια introduciéndose en la corte Eun.VS 490, εἰς τὸν τῶν κατὰ νόμον καθηγητῶν ... κλῆρον Cyr.Al.M.69.364A
penetrar c. violencia, irrumpir c. compl. de lugar εἰς τὴν πόλιν Plb.21.27.7, εἰς τὸ ἄστυ Hld.7.6.2, εἰς τὸ συμπόσιον Iul.Caes.315a, cf. Alciphr.3.17.1.

• Etimología: Cf. εἰσπίφρημι.

Greek Monolingual

εἰσφρέω (Α)
1. αφήνω να μπει, να περάσει, παραδέχομαι
2. εισδύω, εισέρχομαι
3. (για τροφή) καταβροχθίζω.

Greek Monotonic

εἰσφρέω: παρατ. -έφρουν, μέλ. -φρήσω και -φρήσομαι· Μέσ. παρατ. εἰσ-εφρούμην· επιτρέπω την είσοδο, αποδέχομαι, εισάγω, Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., φέρνω, εισάγω μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η ρίζα φρέω, πιθ. συγγενές, συγγενική προς το φέρω· απαντά μόνο στα σύνθ. με δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).

Russian (Dvoretsky)

εἰσφρέω:
1) впускать, допускать (sc. τινα Arph.; τὸ στράτευμα Dem.); med. допускать к себе (τι Eur. и τινα Dem.);
2) поглощать, поедать (εἰσφρῆσαι πλῆθος τῶν κογχῶν Arst.);
3) входить, вторгаться (οἱ ἱππεῖς εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Polyb.).

Middle Liddell

imperf. -έφρουν fut. -φρήσω -φρήσομαι imperf. mid. εἰσ-εφρούμην
to let in, admit, Lat. admittere, Ar., Dem.:—Mid. to bring in with one, Eur. [The Root φρέω, prob. akin to φέρω, is only found in compos. with δια-, εἰσ-, ἐπεισ-, ἐκ-]