κηλώ

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

(I)
κηλῶ, -έω (Α)
1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ.
β. «κηλούμενος παρὰ ταῖς Σειρῆσιν», Αριστοτ.)
2. παθ. κηλοῦμαι, -έομαι
προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», Πλάτ.
β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kēl- «εξαπατώ, κολακεύω» και συνδέεται με γοτθ. (af)hōlōn «συκοφαντώ», αγγλοσαξ. hōlian, αρχ. άνω γερμ. huolen «απατώ», αγγλοσαξ. hōl «συκοφαντία, λατ. calvor «απαντώ», calumnia «συκοφαντία». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. κέλαδος, καλεῖν, κόλαξ. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. šalitb αυθαδιάζω» και τσεχ. šaliti «εξαπατώ».
ΠΑΡ. αρχ. κηλέστης, κηληδόνες, κηληθμός, κήληθρον, κήλημα, κήλησις, κηλήτειρα, κηλητήριος, κηλητής, κήλητρον, κηλητικός, κηλήτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκκηλέω, κατακηλέω, υπερκηλέω].
(II)
κηλῶ, -όω (Α, Μ κηλώνω) κήλη
μσν.
1. απαλλάσσω
2. παθ. κηλώνομαι-παθαίνω κήλη
αρχ.
ενεργώ άμβλωση.
(III)
κηλῶ, -όω (Α)
δ. τ. του κηλώ -έω (I).