αλήθεια

From LSJ
Revision as of 08:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλήθεια)
1. η πραγματική κατάσταση σε αντίθεση προς το ψεύδος
2. η αντικειμενική ύπαρξη (σε αντίθεση με τη φαινομενικότητα), η πραγματικότητα
μσν.- νεοελλ.
(ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, όντως
νεοελλ.
1. λόγος που δεν περιέχει ψεύδος, αληθινός λόγος
2. αρχή ή δόγμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αξίωμα καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό
3. ορθότητα, ακρίβεια
4. (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την αλήθεια»
5. ως εισαγωγικό μόριο στην αρχή του λόγου «αλήθεια, ξέρεις τί μού είπε ο φίλος σου;»
6. ως επιφώνημα θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης
αρχ.-μσν.
αληθινή έκβαση, επαλήθευση ονείρου ή οιωνού
αρχ.
1. ο πραγματικός πόλεμος σε αντίθεση προς την πολεμική άσκηση ή την παράταξη
2. (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, φιλαλήθεια, ειλικρίνεια
3. το σύμβολο της αλήθειας, κόσμημα που φορούσε ο Αιγύπτιος αρχιερέας
4. Μυθ. προσωποπ. η Αλήθεια
5. (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῖς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως
(με πρόθεση) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθιανός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αληθειογράφος].