ενθέτω

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

και εντίθημι (AM ἐντίθημι)
τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω
αρχ.
1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῦν δ' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν », Φερεκρ.)
2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα
3. τοποθετώ ανάμεσα, παρεμβάλλω
4. (και μέσ.) βάζω επάνω, τοποθετώ
5. επιθέτω
6. τοποθετώ κάτι σε αρχείο
7. καταθέτω, διατυπώνω, εκθέτω
8. ενοφθαλμίζω, μπολιάζω
9. ιατρ. (για καυτηρίαση) προκαλώ
10. μέσ. τρώγω («ἐνθοῡ» — φάγε, Αριστοφ.).