ὀροθύνω
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
used by Hom. once in pres., Od.18.407, but chiefly in Ep. impf. 3sg. ὀρόθῡνε (ν), Il.13.351, al.: aor. 1 A ὠρόθυνα Lyc.693 ; imper. ὀρόθυνον Il.21.312 :—stir up, rouse, urge on, mostly of persons, Il.13.351, etc.; also of things, πάντας δ' ὀρόθυνον ἐναύλους 21.312; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od.5.292 : c. inf., urge one to do, A.R.1.522, 1275.— Ep. word, used in Pass. by A., στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Pr. 202; and Herm. restores ὀροθύνεις (for ὀρθεῖς or ὀρθοῖς) in E.Ba. 1168 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 385] = ὄρνυμι, aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροθύνω: [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μάλιστα ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ ὄρνυμι, ὀρίνω, ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξεγείρω, παρορμῶ, προτρέπω, τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, παροτρύνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., στάσις δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.
French (Bailly abrégé)
f. ὀροθυνῶ, ao. ὠρόθυνα, pf. inus.
Pass. seul. impf. ὠροθυνόμην;
exciter, pousser, mettre en mouvement, acc. ; Pass. s’élever, se produire.
Étymologie: ὄρνυμι.
English (Autenrieth)
aor. imp. ὀρόθῦνον=ὄρνῦμι, ἐναύλους, ‘cause all the river-beds to swell,’ Il. 21.312.
Greek Monolingual
ὀροθύνω (ΑΜ)
1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω
2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε -ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. ορ- του ὄρνυμι «εγείρω» και του ρήματος θύνω «ορμώ» θεωρείται μάλλον παρετυμολογική].
Greek Monotonic
ὀροθύνω: (ὄρνυμι, ὀρίνω), κυρίως στον Επικ. παρατ. ὀρόθῡνον· αόρ. αʹ ὠρόθυνα, προστ. ὀρόθυνον, ανακινώ, διεγείρω, παροτρύνω, εξερεθίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροθύνω: (ῡ) (= ὄρνυμι)
1) возбуждать (τινά Hom.);
2) волновать (πάντας ἐναύλους Hom.);
3) поднимать, развязывать (πάσας ἀέλλας Hom.): στάσις ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Aesch. вспыхнула взаимная распря.
Frisk Etymological English
ὀροθῦναι
Grammatical information: v.
Meaning: to excite, to incite, to revive (Il., also A. Pr. 202).
Compounds: Also w. ἐξ-, ἀμφ-.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Secondary formation to ἐρέθω (s.v.) for *ὀροθέω after θαρσύνω, ὀτρύνω a.o. (cf. Risch 253); not with Fraenkel Denom. 39 and Debrunner IF 21, 86 assimilated from *ἐρεθύνω. Positing a noun *ὄροθος (considered s. ἐρέθω) is superfluous.
Middle Liddell
ὀροθύνω, chiefly in epic imperf. ὀρόθῡνον] ὄρνυμι, ὀρίνω
to stir up, rouse, urge on, excite, Hom., Aesch.
Frisk Etymology German
ὀροθύνω: ὀροθῦναι,
{orothúnō}
Grammar: v.
Meaning: aufregen, aufreizen, ermuntern (ep. seit Il., auch A. Pr. 202).
Composita : auch m. ἐξ-, ἀμφ-,
Etymology : Sekundärbildung zu ἐρέθω (s.d.) für *ὀροθέω nach θαρσύνω, ὀτρύνω u.a. (vgl. Risch 253); nicht mit Fraenkel Denom. 39 und Debrunner IF 21, 86 aus *ἐρεθύνω assimiliert. Die Ansetzung eines Nomens *ὄροθος (s. ἐρέθω erwogen) ist überflüssig.
Page 2,424