ὅμορος

From LSJ
Revision as of 18:00, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμορος Medium diacritics: ὅμορος Low diacritics: όμορος Capitals: ΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: hómoros Transliteration B: homoros Transliteration C: omoros Beta Code: o(/moros

English (LSJ)

Ep. and Ion. ὅμουρος, ον, A having the same borders with, marching with, τοῖσι Δωριεῦσι Hdt.1.57; τῇ Λιβύῃ Id.2.65, etc.: abs., Aristeas Epic.3, Th.6.78; χώρα ὅ. D.2.1; ὅ. πόλεμος a war with neighbours, ib.21,18.241; τὰ ὅ. τῶν πόλεων the suburbs, LXX Nu.35.5. 2 metaph., bordering on, closely resembling, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασύς Arist.EE1232a25; ὅμορος οὖσα τῇ αἰσθητῇ φύσει Plot.4.8.7. 3 as Subst., ὅ. τινῶν their neighbours, Isoc.14.18, cf. Th.2.85; οἱ ὅ. neighbouring people, Id.1.15, etc.; κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι because of their neighbourhood, Id.6.88.

German (Pape)

[Seite 339] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; χώρα, Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμορος: Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων πρός τινα, γείτων, τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· χώρα ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., παραπλήσιος, πολὺ ὅμοιος, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, γείτων τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, ἕνεκα τῆς γειτονίας αὐτῶν, ἕνεκα τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui confine à, limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ὁμός, ὅρος.

Greek Monotonic

ὅμορος: Ιων. ὅμ-ουρος, -ον,
I. αυτός που έχει τα ίδια σύνορα με, που βρίσκεται πάνω στη συνοριακή γραμμή, γειτονικός, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, σε Θουκ.· πόλεμος ὅμ., συνοριακή διαμάχη, σε Δημ.
2. συνοριακός, αυτός που βρίσκεται στο όριο, παρόμοιος, παρεμφερής, που έχει στενή ομοιότητα, σε Αριστ.
3. επίσης ως ουσ., γείτονας, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατὰ τὸ ὅμορον, εξαιτίας της γειτνίασής τους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμορος:
I ион. ὅμουρος 2
1) пограничный, сопредельный, граничащий (τῇ Λιβύῃ Her.; χώρα Dem.): ὅ. πόλεμος Dem., Plut.; война с соседями;
2) перен. смежный, близкий (по качеству) Arst.
II ὁ житель сопредельной страны, сосед Her., Thuc., Isocr.

Middle Liddell

ὅμ-ορος, ιονιξ ὅμ-ουρος, ον,
1. having the same borders with, marching with, bordering on, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ Hdt.; absol. bordering, Thuc.; πόλεμος ὅμορος a border war, Dem.
2. metaph. bordering on, closely resembling, Arist.
3. also as Subst., a neighbour, Hdt., Thuc.; κατὰ τὸ ὅμορον because of their neighbourhood, Thuc.

English (Woodhouse)

near, neighbouring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)