Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλιστρώ

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

(-άω) (Μ γλιστρῶ, -όω και ἐγλιστρῶ, -άω)
1. παραπατώ
2. πέφτω από γλίστρημα
3. μτφ. ξεφεύγω μ' επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά»)
νεοελλ.
1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω
2. είμαι ολισθηρός
3. ξεφεύγω κατά τύχη
4. πέφτω σε ηθικό παράπτωμαέτσι που γλίστρησε αυτή, ποιός να τή συμμαζέψει»)
5. φρ. α) «φέξε μου και γλίστρησα» — ειρωνικά για εκείνους που πολύ αργά ζητούν και παίρνουν βοήθεια
β) «γλιστράει η γλώσσα του» — για άνθρωπο που εύκολα εκφράζεται συνήθως για κακό
γ) «γλιστράει σαν χέλι» — για άνθρωπο πονηρό, που κατορθώνει να αποφεύγει τις ευθύνες τών πράξεων ή τών λόγων του
6. παροιμ. «γλίστρησε ο αφέντης, βόηθα Θε μου, γλίστρησε ο δούλος, τύφλα του» — διαφορετικά αντιμετωπίζεται το ατύχημα ή το παράπτωμα του ισχυρού και του αδύνατου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλιστρώ, με ανομοιωτική τροπή του -κ- σε -γ- (πρβλ. γλείφω-εκλείχω, γλύω -εκλύω) και σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος ε- (πρβλ. εξυπνώ -ξυπνώ). Το ρ. εκλιστρώ < λίστρον «ξυστήρας, γυαλιστήρι».
ΠΑΡ. μσν. γλιστρία
νεοελλ.
γλίστρα, γλίστρημα, γλιστριά, γλιστρίδα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αλαφρογλιστρώ, κρυφογλιστρώ, ξεγλιστρώ, φιδογλιστρώ].