ἀμφιχέω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A pour around, pour or spread over, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα Od.8.278. II mostly Pass., to be poured or shed around, πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι Il.23.764: c. acc., θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀμφή ib.2.41; τὴν ἄχος ἀμφεχύθη Od.4.716; ἀμφιχυθὲν γῆρας Mimn.5; ἀμφὶ δὲ σποδὸν κάρᾳ κεχύμεθα we have ashes poured over our head, E. Supp.826. 2 of persons, embrace, ἀμφιχυθεὶς πατέρα Od.16.214, cf. 22.498.
German (Pape)
[Seite 145] (s. χέω), herumgießen, pass. u. syncop. aor. med. sich (acc.) um etwas derumgießen; Iliad. 17, 268 ἀμφὶ δ' ἄρα σφιν λαμπρῇσιν κορύθεσσι Κρονίων ἠέρα πολλὴν χεῦε; Od. 7, 14 ἀμφὶ δ' Ἀθήνη πολλὴν ἠέρα χεῦε φίλα φρονέουσ' Ὀδυσῆι v.l. für αὐτὰρ Ἀθήνη, Scholl. Aristonic. πολλὴν ἠέρα χεῦε: ὅτι τῷ Ὀδυσσεῖ περιέθηκε σκότος, οὐ τοῖς Φαίαξιν, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς Ζηνόδοτος; Od. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα; Od. 22, 498 ἀμφεχέοντο καὶ ήσπάζοντ' Ὀδυσῆα; Iliad. 14, 253. 23, 63 (ὕπνος) νήδυμος ἀμφιχυθείς; 23, 764 πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι; Od. 4, 716 τὴν δ' ἄχος ἀμφεχύθη; 16, 214 ἀμφιχυθεὶς πατέρα; Od. 8, 296 ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο; Iliad. 2, 41 θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀμφή; 16, 414. 580 ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής, mit dat. 13, 544 ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο θυμοραϊστής; – χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ, Anmuth um das Haupt verbreiten, Hes. O. 65; Opp. Hal. 4, 321 ἀθρόοι ἀμφιχέονται, gedrängtumgeben sie ihn; c. dat. ἐσθλῷ ἀμφεχύθη πῆμα Qu. Sm. 7, 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιχέω: περιχέω, ἐπιχέω, ἐν τμήσει, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἑρμῖσιν χέε δέσματα Ὁδ. Θ. 278.
ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., περιχέομαι, πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι Ἰλ. Ψ. 764· μ. αἰτ. θείη δέ μιν ἀμφέτυχ’ ὀμφὴ Ἰλ. Β. 41· τὴν δ’ ἄχος ἀμφεχύθη Ὀδ. Δ. 716· ἀμφιχυθὲν γῆρας Μίμν. 5· ἀμφὶ δὲ σποδὸν κάρα κεχύμεθα Εὐρ. Ἱκ. 826.
2) ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ Λατ. circumfundi, περιπτύσσομαι· ἀμφιχυθεὶς πατέρα Ὀδ. Π. 214· ἀπολ., Χ. 498.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. et ao.
répandre autour;
Moy. ἀμφιχέομαι (ao. ἀμφεχύθην, ao.2 3ᵉ sg. ἀμφέχυτο);
1 se répandre autour ; envelopper;
2 embrasser.
Étymologie: ἀμφί, χέω.
Spanish (DGE)
I act. c. ac. y dat. derramar, esparcir χάριν ἀ. κεφαλῇ Hes.Op.65, ὄρνις τέκνοις ... ἀ. πτέρυγας AP 9.95 (Alph.), fig. ἀμφί δ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα sujetó las ligaduras en torno a los pies de la cama, Od.8.278.
II med.-pas.
1 abs. esparcirse πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι antes de que el polvo se posase, Il.23.764, ὕπνος ... νήδυμος ἀμφιχυθείς Il.23.63, cf. 14.253
•c. κατά y gen. derramarse κατ' ἄγγεος Triph.537, fig. ἀμφεχύθη δ' ἵπποιο κατ' αὐχένος se desplomó sobre el cuello del caballo Q.S.11.193.
2 c. ac. derramar λοιβάς Q.S.14.220
•esparcir εὖτ' ἄνεμοι ... φύλλα κατά χθονὸς ἀμφιχέωνται Q.S.3.325, cf. 2.231
•ref. a pers. rodear, invadir θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀμφή la voz divina seguía rodeándolo, Il.2.41, τὴν δ' ἄχος ἀμφεχύθη Od.4.716, γῆρας ... βλάπτει δ' ὀφθαλμοὺς καὶ νόον ἀμφιχυθέν la vejez debilita los ojos y el espíritu al envolverlos Mimn.5, οὐ χλόος ἀμφεχύθη ... δέμας la palidez no cubrió su cuerpo Nonn.D.11.245, ἀμφὶ δὲ σποδὸν κάρα κεχύμεθα nos hemos echado ceniza por la cabeza E.Supp.826
•abrazar πατέρα Od.16.214, Ὀδυσῆα Od.22.498, δέμας Αἰακίδαο Q.S.3.461, νυμφίον Musae.267, ἄνδρα Opp.H.2.440.
3 c. dat. derramarse en torno a, rodear Ἀῆται ... ἀμφεχέαντο θανόντι Q.S.2.552, Δαναοὶ ... ἀ. πόληι Q.S.8.392, κόμαι δέ οἱ ἀμφεκέχυντο ὤμοις sus cabellos se derramaban sobre los hombros Q.S.12.535, οἱ ἀμφεχύθη νύξ la noche lo envolvió Q.S.8.313.
Greek Monolingual
ἀμφιχέω (Α)
Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω
παθ.
1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού
2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος.
Greek Monotonic
ἀμφιχέω: μέλ. -χεῶ,
I. περιχύνω, ρίχνω ή επιχέω, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. Παθ., περιχύνομαι ή σκορπίζομαι από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., σε Όμηρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιχέω: (часто in tmesi) преимущ. med.-pass.
1) разливать кругом, изливать (χάριν κεφαλῇ τινος Hes.);
2) охватывать, набрасывать (δέσματά τινι Hom.): ἀμφέχυτ᾽ ὀμφή Hom. раздавался голос; τὴν ἄχος ἀμφεχύθη Hom. скорбь охватила ее;
3) med. обнимать (τινα Hom.).
Middle Liddell
I. to pour around, to pour or spread over, Od.
II. Pass. to be poured or shed around, Il.; c. acc., Hom.
2. of persons, to embrace, c. acc., Od.