ἀποφορά

From LSJ
Revision as of 11:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφορά Medium diacritics: ἀποφορά Low diacritics: αποφορά Capitals: ΑΠΟΦΟΡΑ
Transliteration A: apophorá Transliteration B: apophora Transliteration C: apofora Beta Code: a)pofora/

English (LSJ)

ἡ, (ἀποφέρω) A payment of what is due, tax, tribute, Hdt. 2.109, Plu.Thes.23, etc.: esp. money which slaves let out to hire paid to their master, ἀποφορὰς πράττειν X.Ath.1.11; ἀ.κομίσασθαι And.1.38; φέρειν Aeschin.1.97, Men.431; ἀποδόντες Id.Epit.163: generally, return, profit, rent, ἀποφορὰν φέρειν Arist.Pol.1264a33; ἀποφέρειν Plu.2.239e; ἀ. βαλανείου BGU362 ix 2(iii A. D.); contribution, war-tax, ἀ. τελεῖν Plu.Arist.24. II effluvia, D.H.10.53, D.S.24.12, Plu.2.647f, Aret.SA1.10; ἡ ἀ. τοῦ πυρός Sch.Il.Oxy.221 xvii8. 2 absorption of περίττωμα, Anon.Lond.Fr.1.6. III in Logic. = στέρησις, privation, Arist.Metaph.1046b15, cf. Alex. Aphr. adloc. IV right to carry away portions of sacrifice, SIG1025.46,al.,1026.4(Cos, iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, 1) das Wegtragen, Wegnehmen, Arist., Ggstz πρόσθεσις. – 2) Abtragung des Schuldigen, Tribut, ἐπιτελέειν Her. 2, 109. – 3) Ertrag, bes. was die Sklaven durch ihre Arbeit den Herren einbringen, Aesch. 1, 79; Andoc. 1, 38; ἀποφορὰν φέρειν Arist. pol. 2. 5; Plut. Lyc. 8; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 78 f; Men. bei Suid. v. ἀμφορεαφόρος Harpocr.; übh. Gewinn. – 4) Ausdünstung, Geruch, Hdn. 1, 12, 3; vgl. D. Hal. 10, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφορά: ἡ, (ἀποφέρω) ἀποκομιδὴ ἢ καταβολὴ φόρων, Ἡρόδ. 2. 109, Πλουτ. Θησ. 23, κτλ., κυρίως τὰ χρήματα ἅπερ οἱ μισθούμενοι εἰς ἄλλους δοῦλοι ἀπέφερον εἰς τὸν κύριον αὑτῶν, ἀποφορὰς πράττειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1.11· ἀποφορὰν κομίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 11 φέρειν Αἰσχίν. 14. 1, Μένανδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 6, Βοίκχ. Πολ. Οἰ. 1. 99: καθόλου εἰσόδημα, κέρδος, ἐνοίκιον, ἀποφορὰν φέρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 22· τελεῖν Πλουτ. Ἀριστείδ. 24., Ἠθικ 2. 239D. II. τὸ ἀπό τινος πράγματος προερχόμενον, καπνός, ὀσμή, δυσωδία, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 10, Πλούτ. 2. 647F, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ στέρησις Ἀριστ. Μεταφ. 8. 2, 3, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. σ. 463.33.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. 1 tribut, contribution;
2 revenu, rente ; particul. produit d’un esclave, càd ce qu’il rapporte à son maître quand il travaille au dehors;
II. émanation, exhalaison.
Étymologie: ἀποφέρω.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. -ή Aret.SA 1.10.6
I c. idea de separación
1 pago, tributo κατ' ἐνιαυτόν Hdt.2.109, τελεῖν ἀποφοράς Plu.Thes.23, cf. Arist.24.
2 efluvio, olor βορβορώδης Str.12.8.19, cf. Plu.2.647f, Aret.SA 1.10, τοῦ πνεύματος D.H.10.53, ἀπὸ τοῦ νεκροῦ D.S.24.12, τῆς δυσώδους ἀποφορᾶς IMEG 97.25 (II d.C.), ῥόδων Dsc.4.45, οἴνου Gp.7.7.5, τῶν δαφνῶν Hdn.1.12.2
emanación del excremento, Anon.Lond.Fr.6
destello brillo τοῦ πυρός Sch.Er.Il.21.355 (p.113).
3 supresión, eliminación c. gen. obj. ἀποφορᾷ δηλοῖ τὸ ἐναντίον· ἡ γὰρ στέρησις ... αὕτη δὲ ἀ. θατέρου Arist.Metaph.1046b14.
4 fig. seducción νοῦς, ἀκάθεκτος καὶ ... ἕτοιμος εἰς ἀποφοράν Cyr.Al.M.68.592C.
II c. idea de acercamiento y beneficio para el suj.
1 derecho de llevarse porciones del sacrificio τοῦ χοίρου οὐκ ἀ. IC 37.46, 59, 63 (IV/III a.C.), cf. IC 38.4, 10.
2 beneficio, renta τοὺς γεωργοὺς ... ἀποφορὰν φέροντας Arist.Pol.1264a33, ἀποφέρειν ἀποφοράν Plu.2.239e, βαλανείου BGU 362.9.2 (III d.C.)
esp. del beneficio que un esclavo obtiene para su amo δύ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε Aeschin.1.97, cf. Bio Bor.17, Thphr.Char.30.15, D.L.7.169, Men.Fr.364, πράττειν X.Ath.1.11, κομίσασθαι And.Myst.38, ἀποφορὰν ἀποδόντες Men.Epit.380, cf. PMeyer 8.12 (II d.C.)
disfrute τῶν περιγινομένων BGU 1573.28 (II d.C.).

Greek Monolingual

η (Α ἀποφορά) αποφέρω
δυσοσμία από αναθυμιάσεις
αρχ.
1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων
2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους
3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο.

Greek Monotonic

ἀποφορά: ἡ (ἀποφέρω
1. πληρωμή των χρεωστουμένων, φόρος, εισφορά, σε Ηρόδ., Αττ.
2. επίσης, ανταπόδοση για χρήματα που έχουν ξοδευτεί, κέρδος, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφορά:
1) взнос, уплата, подать (ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Her. и τελεῖν или φέρειν Plut.);
2) оброк (отпущенных на заработка рабов) Xen., Aeschin., Men.;
3) доход, прибыль Arst., Plut.;
4) выделение, испарение Plut.;
5) отнятие, удаление (ἀπόφασις καὶ ἀ. Arst.).

Middle Liddell

ἀποφέρω
1. payment of what is due, tax, tribute, Hdt., attic
2. also, return for money spent, profit, Xen., etc.