ὕποπτος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, (ὑφοράω, fut. ὑπόψομαι) A viewed with suspicion or jealousy, of persons, A.Ag.1637; opp. πιστός (trusted), Th.3.82; c. dat., an object of suspicion to one, πόλει E.El.644, cf. Th.4.103, 104, etc.; ὕ. τινός suspected in relation to a thing, Plu Pomp.56; ἐπί τινι Luc.Cal.29: c. inf., ὑ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι suspected by them of not having sent... Th.6.75. 2 of things, τάδ' ἦν ὕποπτα E.IT1334; τούτων ὑπόπτων ὄντων Antipho 2.2.4, cf. Epicur.Sent.13, Sammelb.5761.22 (i A. D.); ὕ. ἂν γένοιτο X.Cyr.2.4.16; ὕ. καθειστήκει c. inf., it was matter for suspicion to... Th.4.78: τὰ ὕ. suspected defects, Plu.Galb.24. b expected, foreseen, of ague fits, ὕ. ἡμέρα, προσβολή, Ruf.Fr.68, Dsc.5.113. 3 Adv., -τως διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under suspicion, τινι Th.8.68, X.HG2.3.40. II Act., suspecting, fearing, c. gen., ἁλώσεως E.Hec.1135; πρὸς φαρμακίην ὕ. Aret. SD1.5, etc.: τὸ ὕ. suspicion, jealousy, τὸ ὕ. τῆς γνώμης Th.1.90, cf. Plu.Cleom.36, Hdn.4.1.1; τῷ ὑ. μου from suspicion of me, Th.6.89; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί E.El.345. Adv., with suspicion, -τως ἀποδέχεσθαι πάντα Th.6.53, cf. 8.66; ὑ. ἔχειν πρός τινα Isoc.8.112, D.19.132; περὶ τὰ προσφερόμενα Arist.Pr.926b22. 2 of a horse, = ὑπόπτης 2, Poll.1.197.
Greek (Liddell-Scott)
ὕποπτος: ον· (ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ κάτωθεν, καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ πιστός, Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ οἷον ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, ὕποπτος ἦν μᾶλλον ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν πέλας μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως διάκειμαι ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα μολεῖν τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, πλήρης ὑποψίας, πλήρης φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, μετὰ γεν., ὕποπτος ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἁλώσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1135· ὕπ. πρός τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5, κλπ.· -τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ζηλοτυπία, τὸ ὕποπτον τῆς γνώμης Θουκ. 1. 90· τῷ ὑπ. μου, ἐξ ὑποψίας περὶ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 6. 89. - Ἐπίρρ., μεθ’ ὑποψίας, ὑπόπτως ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτὰς ὁ αὐτ. 6. 53, πρβλ. 8. 66· ὑπ. ἔχειν πρός τινα Δημ. 381 ἐν τέλ., Ἰσοκρ. 182Α· περί τινος Ἀριστ. Προβλ. 20. 34. 2) ἐπὶ ἵππου, = ὑπόπτης, Πολυδ. Α΄, 197.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος ou ἐπί τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; en parl. de choses ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;
2 soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; πρός τινα soupçonneux ou défiant à l’égard de qqn ; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; adv. • ὕποπτον LUC avec méfiance.
Étymologie: ὑπόψομαι de ὑφοράω.
Greek Monotonic
ὕποπτος: -ον (ὑπόψομαι),
I. 1. αυτόν που βλέπει κάποιος κάτω από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με καχυποψία ή φθόνο, Λατ. suspectus, σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., ὕποπτος αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, τάδ' ἦν ὕποπτα, σε Ευρ.· ὕποπτον καθεστήκει, ήταν θέμα φθόνου, σε Θουκ.
3. επίρρ., ὑπόπτως διακεῖσθαι ή ἔχειν, βρίσκομαι, τελώ υπό αμφισβήτηση, αμφιβολία, υποψία, στον ίδ., Ξεν.
II. Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται κάτι, με γεν., σε Ευρ.· τὸ ὕποπτον, υποψία, ζήλια, σε Θουκ.· τῷ ὑπόπτῳ μου, από υποψία για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με καχυποψία, στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν πρός τινα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὕποπτος:
1) подозрительный, недоверчивый (πρός τινα Plut.);
2) предполагающий, опасающийся: ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. предвидя взятие Трои;
3) внушающий подозрение, подозрительный: ὕ. τινι Thuc., Eur.; внушающий подозрение кому-л.; ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. подозреваемый в чем-л.; τοῦτο ὕποπτον ἂν γένοιτο Xen. это могло бы возбудить подозрение - см. тж. ὕποπτον.
Middle Liddell
ὕποπτος, ον, ὑπόψομαι
I. looked at from beneath the brows, i. e. viewed with suspicion or jealousy, Lat. suspectus, Aesch., Thuc.; c. inf., ὑπ. αὐτοῖς μὴ πέμψαι suspected by them of not having sent, Thuc.
2. of things, τάδ' ἦν ὕποπτα Eur.; ὕποπτον καθεστήκει it was a matter of jealousy, Thuc.
3. adv., ὑπόπτως διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under suspicion, Thuc., Xen.
II. act. suspecting, suspicious of a thing, c. gen., Eur.:— τὸ ὕποπτον suspicion, jealousy, Thuc.; τῷ ὑπ. μου from suspicion of me, Thuc.:—adv. with suspicion, Thuc.; ὑπ. ἔχειν πρός τινα Dem.