ῥόδεος
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
α, ον, A of roses, ἄνθεα, πέταλα, Ibyc.5, E.Med.841 (lyr.), Hel.244 (lyr.); λίπος Nic.Al. 155. II like a rose, rosy, σταφυλή AP6.102 (Phil.); μαζοί Nonn.D. 9.296.
German (Pape)
[Seite 846] rosig; ἄνθη, Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; ῥοδέα κάλυξ, Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, λίπος Nic. Al. 155, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδεος: -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· ἄνθη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ῥόδον, σταφυλή Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de rose.
Étymologie: ῥόδον.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.
(II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).
Greek Monotonic
ῥόδεος: -α, -ον (ῥόδον)·
I. ρόδινος, σε Ευρ.
II. όμοιος με ρόδο, ροδαλός, τριανταφυλλένιος, ροζ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥόδεος:
1) розовый (ἄνθη Eur.);
2) розового цвета (σταφυλή Anth.).