διακράζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακράζω Medium diacritics: διακράζω Low diacritics: διακράζω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: diakrázō Transliteration B: diakrazō Transliteration C: diakrazo Beta Code: diakra/zw

English (LSJ)

pf. διακέκρᾱγα, A have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.

Greek (Liddell-Scott)

διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.

French (Bailly abrégé)

1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritar de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.

Greek Monolingual

διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.

Greek Monotonic

διακράζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.
II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διακράζω:
1) во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);
2) перекрикиваться, браниться (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κράζω om strijd schreeuwen.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to scream continually, Ar.
II. δ. τινί to match another at screaming, Ar.