τεῦξις

From LSJ
Revision as of 18:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦξις Medium diacritics: τεῦξις Low diacritics: τεύξις Capitals: ΤΕΥΞΙΣ
Transliteration A: teûxis Transliteration B: teuxis Transliteration C: teyksis Beta Code: teu=cis

English (LSJ)

εως, ἡ, A making, Hsch. II (τυγχάνω) attainment, acquisition, opp. ἔφεσις, Plu.2.1071e, cf. Arr.Epict.2.5.8, S.E.M.11.82, Plot.1.5.2, 6.8.5. 2 = ἔντευξις 1, AP15.25.23 (Besant.).

German (Pape)

[Seite 1101] εως, ἡ, wie τύξις, 1) Verfertigung, Hesych. – 2) das Erreichen, Erlangen, Sp., wie Arr. Epict. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦξις: -εως, ἡ, «κατασκευή, ποίησις» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον ἐφέρετο τύξις). ΙΙ. (τυγχάνω) ἐπιτυχία, ἀπόκτησις, ἀντίθετον τῷ ἔφεσις, Πλούτ. 2. 1071E. 2) = ἔντευξις, Ἀνθ. Π. 15. 25, 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquisition.
Étymologie: τυγχάνω.

Greek Monolingual

(I)
-εως, ἡ, Α τεύχω
(κατά τον Ησύχ.) «κατασκευή, ποίησις».
(II)
-εως, ἡ, Α
1. επιτυχία, απόκτηση
2. τυχαία συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τευχ- της ρίζας του ρ. τυγχάνω].

Greek Monotonic

τεῦξις: -εως, ἡ, επίτευγμα· επίσης = ἔντευξις, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τεῦξις: εως ἡ
1) приобретение Plut.;
2) соединение, встреча: ἴθι ἐς ἐμὴν τεῦξιν Anth. прийди ко мне.

Middle Liddell

τεῦξις, εως,
attainment: also = ἔντευξις, Anth.