βαθύκολπος
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
ον, A with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), epithet of Trojan women, Il.18.122,339,24.215; of Nymphs, h.Cer.5, Ven.257; Muses, Pi.P.1.12; παρθένος (of Aegina) Id.Pae.6.135: hence, with deep, full breasts, ἐκ β. στηθέων A.Th.864(lyr.): metaph. of the earth, deep-bosomed, Pi.P.9.101. 2 simply, very deep, χειή Nonn.D.12.327; with deep foundations, ib.40.534; set deep, ὀχῆα ib.21.94. 3 = ἀρχαία, παλαιά, κοίλη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 424] 1) tiefbusig, mit Gewändern, die tiefe Falten werfen, vgl. βαθύζωνος; bei Hom. nur von den Troischen Frauen, Iliad. 18, 122 Τρωιάδων καὶ Δαρδανίδων βαθυκόλπων, 18, 339 Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες βαθύκολποι, 24, 215 Τρωιάδων βαθυκόλπων; außerdem las Zenodot Iliad. 2, 484 μοῦσαι Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι statt μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ' ἔχουσαι; Scholl. Aristonic. zu der Stelle ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι. οὐδέποτε δὲ τὰς Ἑλληνίδας γυναῖκας βαθυκόλπους εἴρηκεν, ὥστε οὐδὲ τὰς Μούσας; vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 18, 339. 24, 215, Lehrs Aristarch. p. 119. Die Folgenden beachten den Homerischen Gebrauch nicht: Νύμφαι βαθύκολποι Hymn. Vener. 258; Μοῦσαι Pind. P. 1, 12 u. sp. D.; Aesch. στήθεα, vollbusig, Spt. 846, wie Einige auch die hom. Stellen erkl. – 2) γᾶ Pind. P. 9, 105, tiefe Busen, Thäler habend; so auch Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκολπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν ἱμάτιον σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. βαθύζωνος), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ στῆθος, ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ στῆθος (πρβλ. βαθύστερνος), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) ἁπλῶς, λίαν βαθύς, χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. βαθύζωνος;
2 aux seins profonds, càd robustes.
Étymologie: βαθύς, κόλπος.
English (Autenrieth)
deep-bosomed, i. e. with deep folds in the garment, above the girdle over which the folds fell; epithet of Trojan women. (Il.) (See cut.)
English (Slater)
βᾰθύκολπος, -ον
1 with deep folds βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) ἀπὸ προθύρων βαθύκολπο̄ν ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (-κόλπων Maas) (Pae. 6.135) met., βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (P. 9.101)
Spanish (DGE)
(βᾰθύκολπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I de mujeres y su figura de pronunciado regazo de las troyanas Il.18.122, 339, 24.215, νύμφαι h.Ven.257, cf. h.Cer.5, Pi.Fr.52f.135, Μοῖσαι Pi.P.1.12, Γᾶ Pi.P.9.101, cf. Nonn.D.40.534, 42.94, de Antígona e Ismene ἐκ βαθυκόλπων στηθέων A.Th.864, cf. Lycophonid.1.2, de una novia AP 7.446 (Hegesipp.).
II no ref. a mujeres
1 que se hunde profundamente κενεὼν θαλάσσης Nonn.D.45.210, πηγή Nonn.D.21.94, Par.Eu.Io.6, de la madriguera de una serpiente, Nonn.D.12.327, ῥωγμός Nonn.D.37.397
•hincado en lo hondo ὀχεύς ref. al pilar que, sacudido por Posidón, produce terremotos, Nonn.D.21.94
•quizá ref. a la tierra en la glos. β.· ἀρχαία παλαιά. κοίλη Hsch.
2 de ropas de amplios pliegues ἐανόν Colluth.154, χιτών Nonn.D.15.254, cf. Sch.A.Th.864g.
Greek Monolingual
(Α βαθύκολπος, -ον)
(για γυναίκα)
1. με φόρεμα που σχηματίζει βαθιές πτυχές
2. (για στήθη) πλούσια, μεγάλα
3. (για γη) που έχει μεγάλες κοιλάδες.
Greek Monotonic
βᾰθύκολπος: -ον, I. αυτός που έχει ή φορά ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. βαθύζωνος), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτή που έχει μεγάλα στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. βαθύστερνος).
Russian (Dvoretsky)
βαθύκολπος:
1) Hom. = βαθύζωνος;
2) полногрудый (Νύμφαι HH; Μοῦσαι Pind.): ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος Aesch. из глубины груди издать скорбный вопль;
3) изрезанный глубокими долинами (γᾶ Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύκολπος -ον βαθύς, κόλπος met gewaad met diepe plooien (epitheton van Trojaanse vrouwen, nimfen, Muzen); van een borst waarover plooien diep vallen:; θρῆνον... ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων een klaagzang diep uit hun lieflijke borst Aeschl. Sept. 864; overdr. van de Aarde met diepe plooien. Pind.
Middle Liddell
I. with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), of Trojan women, Il.
II. with deep, full breasts, deep-bosomed, Aesch.; of the earth, Pind.: cf. βαθύστερνος.