δίθυρος
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
[ῐ], ον, A with two doors or with two entrances, νεώς, ἄντρον, Plu.Num. 20, Porph.Antr.3; bivalve, of shellfish, Arist.HA528a12; of the mouth, Corn.ND30, etc.; of two leaves, δίθυρον γραμματείδιον = a diptych, Men.327, cf. Lib.Or.51.11, Ep.1021.1; of seeds, which split in germinating, Arist.Juv.468b19, Thphr.HP8.2.2; δίθυρον, τό, door with two leaves, Annales du Service 19.63,64 (ii B. C.), BGU1028.9 (ii A. D.). II τὰ δίθυρα = seat of honour, = Lat. tribunal, Plb.27.1.6.
German (Pape)
[Seite 624] mit zwei Thüren; νεώς, Janustempel, Plut. Num. 20; vgl. Man. 5, 319; τὰ δίθυρα, Loge mit zwei Thüren, podium, Pol. 27, 1, 6; – mit zwei Schaalen, Klappen, Arist. H. A. 4, 4; gen. anim. 3, 2. – Nach VLL. ist att. γραμματεῖον δίθυρον = δίπτυχον; vgl. Luc Ner. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δίθῠρος: -ον, δύο ἔχων θύρας, Πλούτ. Νουμ. 20· ― ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 3, κτλ.·― δύο ἔχων φύλλα, δ. γραμματείδιον, δίπτυχον, Μένανδ. Μισογ. 7, πρβλ. Λιβάν. Ἐπ. 911 καὶ ἴδε πολύθυρος·― ἐπὶ σπόρων, οἵτινες διασχίζονται κατὰ τὴν γονιμοποίησιν, καὶ διμερής, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 2, 2. ΙΙ. τὰ δ. ἐν Πολυβ. 27. 1, 6, φαίνεται ὅτι ἦσαν θρόνος ἢ ἕδρα τιμῆς, τὸ τοῦ Λιβίου tribunal, Schweigh. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à deux portes;
2 fig. à double feuille (écrit).
Étymologie: δίς, θύρα.
Spanish (DGE)
(δίθῠρος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1de dos puertas κιβοτός IG 13.421.200 (V a.C.), νεώς Plu.Num.20, τὸ ἄντρον Porph.Antr.3, Procl.Chr.42
•neutr. subst. τὸ δίθυρον = puerta doble e.d. puerta con dos batientes gener. en edificios monumentales IFayoum 103.4, 104.3 (ambas II a.C.), BGU 1028.9 (II d.C.), cf. Man.5.319
•plu. τὰ δίθυρα = construcción con dos puertas Plb.27.1.6.
2 de dos hojas δύο θυρίδας χαλκᾶς διθύρους ID 1403Bb.1.47 (II a.C.), αἱ δίθυροι πύλαι glos. a κλισιάδες Moer.209.
3 de dos tablas, de dos hojas dicho de soportes de escritura γραμματείδιον ... δίθυρον = díptico Men.Fr.278, Poll.4.18, 10.57, γραμ]ματεῖον Ant.Diog.Fr.Pap.p.150, cf. Lib.Or.51.11, Ep.1021, δέλτοι ... δίθυροι Luc.Ner.9, σανίδιον ... δίθυρον D.C.67.15.3.
II anat.
1 bivalvo de moluscos (τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων) Arist.HA 528a12, cf. PA 679b16, 683b11, 14, Fr.304.
2 bot. dicotiledóneo (τὰ φυτά) Arist.Iuu.468b19, τὰ ... χεδροπά Thphr.CP 4.7.5, cf. HP 8.2.2
•neutr. subst. c. valor colect. τὸ δίθυρον = los dos cotiledones ᾗ ... συνῆπται τὸ δ. τῶν κυαμῶν Arist.GA 752a22.
III subst. τὸ δίθυρον abstr. doble apertura ὁ Διόνυσος ἐκλήθη ... ὡς τὸ δίθυρον τοῦ στόματος ἀναφαίνων Corn.ND 30.
Greek Monolingual
-ον (AM δίθυρος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους
2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες
β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν)
η δίφυλλη πόρτα
μσν.
(για μεταλλικές ή ξύλινες εικόνες) αυτή που διπλώνει στα δύο, δίπτυχο
αρχ.
1. (για φύλλο χαρτιού) ο διπλωμένος στα δύο
2. για σπόρους που διασχίζονται κατά τη γονιμοποίηση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίθυρα
θρόνος, τιμητικό θεωρείο με χώρο μπροστά στα πόδια που φράζεται από δίφυλλη πόρτα.
Greek Monotonic
δίθῠρος: -ον (θύρα), αυτός που έχει δύο πόρτες, δίπορτος, σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από δύο φύλλα, δίπτυχος· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δίθῠρος:
1) имеющий двое ворот, двухвратный (νεώς Plut.): τὰ δίθυρα Polyb. трибунал (в Риме);
2) двустворчатый (γένος τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.);
3) двудольный (σπέρματα Arst.);
4) состоящий из двух табличек (δέλτοι Luc.).
Middle Liddell
δί-θῠρος, ον adj θύρα
with two doors, Plut.: with two leaves, of tablets, Luc.