νιφετώδης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ες, A snowy, [ἄνεμος] Arist. Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.
Greek Monolingual
νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).
Greek Monotonic
νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).