χιλιάς
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
άδος, ἡ: gen. pl. A χιλιάδων Hdt.2.28 (χιλιαδέων v.l. in 7.28):—a thousand, Id.6.58, 7.28, A.Pers.341; χ. τέτορες Simon. 91; c. gen., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Hdt.2.96, cf. 28; ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Pl.Phdr.257a. 2 generally, large number, Theoc.16.91, Luc.Herm.56; πολλαὶ χ., of lines of poetry, Call.Aet.Oxy.2079.4. 3 Χιλιάδες, αἱ, title of poem by Euph., Ath.10.436f, etc. II = χιλιετηρίς, Alex.Aetol.4.4; Ῥωμαϊκὴ χ., title of work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ἀνθιον (cf. χιλιαρχία III, χιλιετηρίς).
German (Pape)
[Seite 1355] άδος, ἡ, die Zahl tausend, eine Anzahl von Tausend, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος Aesch. Pers. 341; ταλάντων Her. 2, 28. 96; Plat. Phaedr. 256 e; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιάς: -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων εἶναι ψευδὴς Ἰων. τύπος ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀριθμὸς χίλιοι, Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. τέτορες Σιμωνίδης 94· μετὰ γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - καθόλου, ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ μέγας ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = χιλιετηρίς, Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre mille, un millier ; p. ext. un gros chiffre.
Étymologie: χίλιοι.
English (Strong)
from χίλιοι; one thousand ("chiliad"): thousand.
English (Thayer)
χιλιαδος, ἡ (χίλιοι), a thousand, the number one thousand: plural, Sept. for אֶלֶף, אֲלָפִים. (Herodotus on.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
χῑλιάς: -άδος, ἡ, ο αριθμός χίλια, χιλιάδα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων, σε Ηρόδ.· γενικά, πολύ μεγάλος αριθμός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιάς: άδος ἡ тысяча Her., Aesch., Plat. etc.: ἀνάριθμοι μήλων χιλιάδες Theocr. несчетные тысячи овец.
Middle Liddell
χῑλιάς, άδος,
the number one thousand, a thousand, Hdt., Aesch.; c. gen., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων Hdt.: —generally, a very large number, Theocr.
Chinese
原文音譯:cili£j 希利阿士
詞類次數:名詞(23)
原文字根:千
字義溯源:一千,千人;源自(χίλιοι)*=千)
出現次數:總共(23);路(2);徒(1);林前(1);啓(19)
譯字彙編:
1) 千(22) 路14:31; 路14:31; 徒4:4; 啓5:11; 啓5:11; 啓7:4; 啓7:5; 啓7:5; 啓7:5; 啓7:6; 啓7:6; 啓7:6; 啓7:7; 啓7:7; 啓7:7; 啓7:8; 啓7:8; 啓7:8; 啓11:13; 啓14:1; 啓14:3; 啓21:16;
2) 千人(1) 林前10:8