καταπλήσσω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
Att. καταπλήττω, fut. A -ξω D.21.194:—strike down, τινὸς εἰς τὴν κατακλεῖδα (ξίφος) PMag.Par. 1.300: usually metaph., strike with amazement, astound, terrify, κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Th.2.65; ὁ φόβος κ. τὰς ψυχάς X.Cyr.3.1.25; καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον D. l. c.; κ. τοὺς ἀκροατάς, of orators, Arist.Rh.1408a25; -πλῆξαί τινα τῇ προδοσίῃ tax him with his treachery, Hdt.8.128 (v.l. -πλέξαι); browbeat, bully, POxy.237 viii 10 (ii A. D.):—Med., -πλήξασθαι τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.89.1, cf. D.S. 11.77, Jul.Or.6.191a, etc.:—Pass., to be panic-stricken, astounded, most freq. in aor.2 and pf. (pres., Eup.159.10), κατεπλήγη φίλον ἦτορ Il.3.31; -πλαγῆναι τῷ πολέμῳ Th.1.81; τῷ πλήθει Id.4.10; μὴ -πέπληχθε ἄγαν Id.7.77: c. acc., πάνυ τοῦτ' ἐπαινῶ καὶ -πλήττομαι Eup. l.c.; τὴν ἀπειρίαν τὴν αὑτοῦ -πεπλῆχθαι Isoc.Ep.4.11; μηδὲν -πλαγέντες τὸν Φίλιππον Decr. ap. D.18.185; -πεπλῆχθαι τὸν βίον Id.37.43 codd.; -πεπληγμένοι τὸν στόλον Plb.1.20.6; to be amazed at, τὴν ἀπαθίαν τινῶν Phld.Sto.Herc.339.7: later intr. in pf. -πέπληγα, plpf. -πεπλήγη App.Mith.19, Paus.10.22.2, Luc.DMeretr.13.2: especially in part., -πεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος D.H.6.25, etc.; τὸ περιδεὲς καὶ -πεπληγός abject terror, Plu.Comp.Pel.Marc.1.
German (Pape)
[Seite 1370] att. -πλήττω (vgl. πλήσσω), niederschlagen, bes. in Furcht oder Staunen u. Bewunderung setzen; πάντων τῶν δεινῶν ὁ φόβος μάλιστα καταπλήττει τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 3, 1, 24; Ggstz von θρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι Dem. 18, 175; πολλοὶ καταπλήττουσι τοὺς ἀκροατὰς θορυβοῦντες Arist. rhet. 3, 7; Sp., von denen Pol. auch den aor. med. so braucht, καταπλήξασθαι βουλόμενος τοὺς ὑπεναντίους 3, 89, 1, öfter; so auch D. Sic. 5, 71, τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πείθοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπληττόμενον. – Pass. erschrecken, erstaunen, bestürzt werden oder sein; κατεπλήγη φίλον κῆρ Il. 3, 31, er ward erschüttert, erschreckt im Herzen; in welcher Bdtg als aor. bei den Folgdn immer κατεπλάγην steht, z. B. καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. 1, 81; c. accus., vor Einem oder Etwas erschrecken, καταπεπληγμένοι τὸν πόλεμον Pol. 4, 50, 6, öfter; οὐ καταπλαγέντες τὴν δεινότητα D. Sic. 11, 77; in Verwunderung gerathen, erstaunen, πάνυ ταῦτ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Pol. 1, 46, 6 u. Sp. – Sp. brauchen in ders. Bdtg auch perf. II. act., καταπεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος Dion. Hal. 6, 25; vgl. Paus. 10, 22, 2 App. Mithrid. 18; τὸ καταπεπληγός, die Niedergeschlagenheit, Plut. comp. Pelop. 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλήσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, κυρίως, κτυπῶν καταρίπτω· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., πλήττω μὲ φόβον, θάμβος ἢ θαυμασμόν, ἐκθαμβῶ, ἐκπλήττω·― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «καταπλήττει· καταταράττει. φοβερίζει. κατεξανιστᾷ. καταπλήσσεται. φοβεῖται»· ― κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι τοὺς θαρσοῦντας Θουκ. 2. 65· ὁ φόβος κ. τὰς ψυχὰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον Δημ. 577. 11· τοὺς μὲν φίλους θρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι, τοὺς δ᾿ ἐναντίους καταπλῆξαι ὁ αὐτ. 286. 21· κ. τοὺς ἀκροατάς, ἐπὶ τῶν ῥητόρων, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 7, 5· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, καταπληξάμενος τοὺς ἐναντίους Πολύβ. 3. 80, 1· τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πείθοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καταπληττόμενον Διόδ. 5. 71· καταπληξάμενος τῷ πλήθει τῆς δυνάμεως, διὰ τοῦ πλήθους, Ἐπιγρ. Dittenb.― Παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ δεινοῦ φόβου, ἐκθαμβοῦμαι, κατεπλήγη φίλον ἦτορ Ἰλ. Γ. 31· (πληγῆναι μὲν ἐπὶ σώματος, καταπλαγῆναι δὲ ἐπὶ ψυχῆς Εὐστάθ. σ. 374. 10)· ἀλλ᾿ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται τὸν ἀόρ. β΄, καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 81, πρβλ. 4. 10· μὴ καταπέπληχθε ὁ αὐτ. 7. 77· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. σημαινούσης τὸ αἴτιον, πάνυ τοῦτ᾿ ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Εὔπολις ἐν «Κόλαξι»1. 10· τὴν ἀπειρίαν τὴν αὐτοῦ καταπεπλῆχθαι Ἰσοκρ. 415Ε, κτλ.· μηδὲν καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον Δημ. 290. 10· οὕτω καὶ, καταπεπλῆχθαι (διὰ) τὸν βίον ὁ αὐτ. 979. 5· πρβλ. καταπλήττεσθαι καὶ θαυμάζειν τὴν ἀρετὴν Διοδ. Ἐκλογ. 617· ἐπαινεῖν καὶ καταπλήττεσθαι Ἀθήν. 236F·― οἱ μεταγεν. ἔχουσι τὸν πρκμ. καταπέπληγα (ἰδίως ἐν τῇ μετοχ.), καταπεπληγότες τὸ τῶν Ρωμαίων τεῖχος Διον. Ἁλ. 6. 25· κατεπεπλήγεσαν τὸ Ἑλληνικὸν Παυσ. 10. 22, 2· κατεπεπλήγεσαν τῷ μεγέθει τοῦ τολμήματος Ἀππ. Ἱσπ. 24· τὸ καταπεπληγός, ἢ κατάπληξις, κατάστασις ἀπελπισίας, Πλουτ. Σύγκρ. Πελ. κ. Μαρκ. 1.
French (Bailly abrégé)
f. καταπλήξω;
1 tr. frapper de stupeur, d'admiration ou de crainte;
2 intr. (au pf. καταπέπληγα et au Pass. ao.2 κατεπλάγην) être frappé de stupeur, d'admiration ou de crainte.
Étymologie: κατά, πλήσσω.
English (Autenrieth)
only aor. pass., κατεπλήγη, was struck with dismay (ἦτορ, acc. of specification), Il. 3.31†.
Greek Monolingual
(Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω)
προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά
2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές
3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι
θαμπώνομαι με κάτι, πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», Θουκ.).
Greek Monotonic
καταπλήσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. καταρρίπτω χτυπώντας· μεταφ., καταπλήσσω, τρομοκρατώ, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο, είμαι έκπληκτος, θαμπώνομαι, κατεπλήγη (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. απαρ. αορ. βʹ καταπλαγῆναι, σε Θουκ.· παρακ. βʹ πληθ. καταπέπληχθε, στον ίδ.· με αιτ., καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταπλήσσω: атт. καταπλήττω (fut. καταπλήξω; aor. pass. κατεττλάγην - эп. κατεπλήγην) тж. med.
1) поражать, подавлять, угнетать, смущать (τὰς ψυχάς Xen.; med. τοὺς ὑπεναντίους Polyb.): κ. ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Thuc. нагонять страх; καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. и (med.) τὸν πόλεμον Polyb. испугаться войны; μὴ καταπέπληχθε ἄγαν Thuc. не поддавайтесь чрезмерному страху;
2) производить (сильное) впечатление, потрясать (τοὺς ἀκροατάς Arst.): τοὺς φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπλήττεσθαι Diod. воздействовать на дурных страхом наказания.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to strike down: metaph. to strike with amazement, astound, terrify, Thuc., Xen., etc.:—Pass. to be panic-stricken, amazed, astounded, κατεπλήγη (aor2) Il.; attic aor2 inf., καταπλαγῆναι Thuc.; 2nd pl. perf. καταπέπληχθε Thuc.; c. acc., καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον Dem.
English (Woodhouse)
dismay, frighten, overwhelm, shock, drive out of one's senses, make dejectcd