ἐπονείδιστος

From LSJ
Revision as of 08:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπονείδιστος Medium diacritics: ἐπονείδιστος Low diacritics: επονείδιστος Capitals: ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eponeídistos Transliteration B: eponeidistos Transliteration C: eponeidistos Beta Code: e)ponei/distos

English (LSJ)

ον, to be reproached, disgraceful, shameful, E.IT689; ἐ. εἰρήνη Isoc.12.106 (Comp.), cf. D.19.336; ἀμαθία Pl.Ap.29b, etc.; τινι to one, X.Smp.8.34; ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι is matter of reproach, D.26.19; ὄνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς the name of reproach among men, E.Fr.922: Comp., Arist.EN1119a25: Sup., X.Smp. 8.19. Adv. -τως shamefully, Pl.Lg.633e, Isoc.4.60; also in act. sense, so as to shame, ψέγειν Plb.1.14.5.

German (Pape)

[Seite 1008] schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαθία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswerth, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσθαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπονείδιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, αἰσχρός, καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. εἰρήνη Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· ἀμαθία Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι Δημ. 806. 7· τοὔνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu’on peut reprocher à qqn;
Cp. ἐπονειδιστότερος, Sp. ἐπονειδιστότατος.
Étymologie: ἐπί, ὀνειδίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπονείδιστος, -ον)
άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ονειδιστός (< ονειδίζω).

Greek Monotonic

ἐπονείδιστος: -ον (ὀνειδίζω), αξιόμεμπτος, επαίσχυντος, ατιμωτικός, εξευτελιστικός, σε Ευρ., Πλάτ.· ἐπονείδιστον ἐστι, είναι ζήτημα αξιοκατάκριτο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπονείδιστος: постыдный, позорный (ἐπονείδιστόν τι λέγειν Eur.; ἀμαθία Plat.; εἰρήνη Isocr.; ἡδονή Arst.; αἰσχρὸς καὶ ἐ. Plut.).

Middle Liddell

ἐπ-ονείδιστος, ον ὀνειδίζω
to be reproached, shameful, ignominious, Eur., Plat.; ἐπονείδιστόν ἐστι is matter of reproach, Dem.

English (Woodhouse)

disgraceful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)