ἐπωμίς

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωμίς Medium diacritics: ἐπωμίς Low diacritics: επωμίς Capitals: ΕΠΩΜΙΣ
Transliteration A: epōmís Transliteration B: epōmis Transliteration C: epomis Beta Code: e)pwmi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ὦμος)
A the point of the shoulder, where it joins the collarbone, Hp.Art.1, al., X.Mem.3.10.13, Gal.2.273, etc.; the adjacent part of the collarbone, Poll.2.133; acc. to Arist.HA493a9, back part of the neck, nape: pl., Id.Phgn.810b35.
2 Poet., shoulder, Achae.4, Call.Del.143, AP9.588 (Alc. Mess.).
3 side of the prow, part of a ship, Archimel. ap. Ath.5.209d (s.v.l.).
4 in plural, ἐπωμίδες = leaves of a folding-door, LXX Ez.41.2.
II part of the women's tunic that was fastened on the shoulder by brooches, shoulder-strap, E. Hec.558, Chaerem.14.2, Apollod.Car.4, IG11(2).287 A87 (iii B. C.); tunic of a rower, E.IT1404; the high-priest's ephod, LXX Ex.28.6, Ph.2.151, al.

German (Pape)

[Seite 1015] ίδος, ἡ, die Oberschulter, der obere Thet; der Schulter, wo sich die Schlüsselbeine mit dem Schulterblatte vereinigen, Medic.; u. nach Arist. H. A. 1, 12 τὸ ὀπίσθιον αὐχένος μόριον, Physiogn. 6; Medic. Bei Dichtern die Schultern selbst, γυμνὰς ἐκ χειρῶν ἐπωμίδας κώπῃ προσαρμόσαντες Eur. I. T. 1404; πέπλους ἐξ ἄκρας. ἐπωμίδος ἔῤῥηξε Hec. 558; κλειδῶν καὶ ἐπωμίδων Xen. Mem. 3, 10, 13; vgl. Achaeuz bei Ath. IX, 414, d. – Bei Archimel. 1 (App. 15) heißt der Obertheil des Schiffes so. – Auch ein Unterkleid der Frauen, φ αίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος cοmic, bei Ath. XIII, 608 b; vgl. Poll. 7, 49; auch der Sklaven, i, d. 4, 119; vgl. Apollod. Car. E. M. 311, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωμίς: -ίδος, ἡ, (ὦμος) τὸ ὑπερέχον ἄκρον τοῦ βραχίονος ἔνθα συνδέεται μετὰ τοῦ ὀστοῦ τῆς κλειδός, «τὸ ὑπερέχον τοῦ βραχίονος ἀκρωμία καὶ ὤμου κεφαλὴ καὶ ἐπωμὶς καὶ ἀκροκώλια» (Πολυδ. Β.΄ 137), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, πρβλ. Greenhill Θεόφρ. 199. 9· κατὰ τὸν Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1) τὸ ὀπίσθιον αὐχένος μόριον ἐπωμίς: ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6. 14. 2) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὁ ὦμος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 143, Ἀνθ. Π. 9. 588. 3) τὸ μέτωπον ἢ τὸ ὑψηλότατον μέρος τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ γυναικείου χιτῶνος τὸ ὁποῖον ἐκαρφώνετο παρὰ τὸν ὦμον διὰ περονῶν, ἡ τοῦ ὤμου ταινία, Εὐρ. Ἑκ. 558, φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος Χαιρήμων παρ' Ἀθην. 608Β: - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ ἐρέτου, Εὐρ. Ι. Τ. 1404· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 425. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπωμίς, εἶδος περιβολαίου», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπωμίδα· ὡς λέντιον, ἱερατικὸν περιβόλαιον». 2) = τῷ Ἑβρ. ἐφώδ. ὅπερ ἐφόρουν οἱ Ἰουδαῖοι ἱερεῖς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 6, ΚΘ΄, 30). 3) = ὠμοφόριον, Ἀποφθεγμ. Πατέρων 284Α. 4) = παραστάς, θύρα, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΜΑ΄, 2).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 le haut de l'épaule;
2 partie (d’un vêtement de femme) attachée sur l'épaule.
Étymologie: ἐπί, ὦμος.

Greek Monolingual

η
βλ. επωμίδα.

Greek Monotonic

ἐπωμίς: -ίδος, ἡ (ὦμος),
1. σημείο του ώμου που ενώνεται το κλειδοκόκαλο, ακρώμιο, σε Ξεν.· ώμος, ωμοπλάτη, σε Ανθ.
2. το μπροστινό τμήμα ή το ψηλότερο μέρος ενός πλοίου, στον ίδ.
II. ταινία, κορδέλα χιτώνα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωμίς: ίδος ἡ1) верхняя часть плеча (у стыка ключицы с лопаткой) Xen.;
2) плечо, рука Eur., Plut.;
3) тж. pl. тыльная часть шеи Arst.;
4) верхняя часть корабля Anth.;
5) эпомида, плечевой край платья (застегивавшегося на плече) Eur.

Middle Liddell

ἐπ-ωμίς, ίδος ὦμος
I. the point of the shoulder, where it joins the collar-bone, the acromion, Xen.:— the shoulder, Anth.
2. the front or the uppermost part of a ship, Anth.
II. the shoulder-strap of a tunic, Eur.