ζαφλεγής

From LSJ
Revision as of 18:39, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαφλεγής Medium diacritics: ζαφλεγής Low diacritics: ζαφλεγής Capitals: ΖΑΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: zaphlegḗs Transliteration B: zaphlegēs Transliteration C: zaflegis Beta Code: zaflegh/s

English (LSJ)

ές, Ep. Adj. A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8. II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn.D.2.26.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465· ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.

Greek Monolingual

ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρόςἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής].

Greek Monotonic

ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ζαφλεγής: пламенный, полный огня (ζαφλεγεῖς βροτοί Hom.; πῶλοι HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 ( overdr. van pers. ).

Middle Liddell

ζᾰ-φλεγής, ές φλέγω
full of fire, of men at their prime, Il.