κάπνισμα

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνισμα Medium diacritics: κάπνισμα Low diacritics: κάπνισμα Capitals: ΚΑΠΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kápnisma Transliteration B: kapnisma Transliteration C: kapnisma Beta Code: ka/pnisma

English (LSJ)

ατος, τό, offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
encens.
Étymologie: καπνίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνισμα: τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, θυμίαμα, Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - καπνός, Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64.

Greek Monolingual

το (AM κάπνισμα) καπνίζω
1. η εκπομπή καπνού από καιόμενη ύλη προς κάποιον ή προς κάτι («ποῦ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο εξαγόμενος καπνός («το κάπνισμα της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)
νεοελλ.
1. η εισπνοή και εκπνοή τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού καπνός τα οποία είναι παρασκευασμένα υπό μορφή τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε πίπα και η συναφής έξη («απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους»)
2. η συντήρηση τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική κατεργασία
3. η καταπολέμηση τών ασθενειών τών φυτών με αέρια καπνού
4. η εμφύσηση καπνού στην κυψέλη τών μελισσών με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες κατά την εξαγωγή της κηρήθρας
5. μέθοδος που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την εμφύσηση καπνού σ' αυτές
6. λαϊκό μαγικό μέσο για την απομάκρυνση κακοποιών πνευμάτων
μσν.
το θυμιάτισμα.

Greek Monotonic

κάπνισμα: -ατος, τό, θυμίαμα, λιβάνι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κάπνισμα: ατος τό культ. курение (вещество) (κ. τιθέναι παρὰ τύμβον Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] rookoffer.

Middle Liddell

κάπνισμα, ατος, τό, [from καπνίζω
incense, Anth.