πρόκλυτος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, (κλύω) heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.
German (Pape)
[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».
English (Autenrieth)
(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.
Greek Monolingual
-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].
Greek Monotonic
πρόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόκλῠτος: слышанный прежде, старинный (ἔπεα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκλυτος -ον [πρό, κλύω] al eerder gehoord, oeroud.