πατρονομία
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἡ, A paternal government, Luc.Dem.Enc.12. II office of πατρονόμος, at Sparta, IG5(1).311, al.; ἡ θεοῦ Λυκούργου π. ib.541.17.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, die Regierung eines πατρονόμος, Herrschaft des Familienvaters, Luc. Dem. enc. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
autorité ou direction paternelle.
Étymologie: πατρονόμος.
Greek (Liddell-Scott)
πατρονομία: ἡ, πατρικὴ κυβέρνησις, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρονόμου ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1341, 1356.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατρονόμος
1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση
2. το αξίωμα, η υπηρεσία του πατρονόμου.
Greek Monotonic
πατρονομία: ἡ, πατρική εξουσία, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρονομία -ας, ἡ [πατήρ, νόμος] patriarchaal gezag.
Russian (Dvoretsky)
πατρονομία: ἡ отцовское управление, власть отца Luc.
Middle Liddell
πατρονομία, ἡ,
paternal government, Luc.