προσανάγω

From LSJ
Revision as of 08:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάγω Medium diacritics: προσανάγω Low diacritics: προσανάγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΓΩ
Transliteration A: prosanágō Transliteration B: prosanagō Transliteration C: prosanago Beta Code: prosana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], Dor. ποτ-, A carry up to, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161:—Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγ- in D.H.Comp.14. 2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15.

French (Bailly abrégé)

f. προσανάξω, ao.2 προσανήγαγον, etc.
s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάγω.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάγω: ἀνάγω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζω, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἀνέρχομαι πρός..., πλησιάζω, Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν ὀπίσω πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.

Greek Monolingual

Α ἀνάγω
1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο
2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω
3. παθ. προσανάγομαι
άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω
4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.

Greek Monotonic

προσανάγω: μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ, επανέρχομαι στη γη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσανάγω:
1) (sc. ἑαυτόν) подходить (ἐγγύς Plut.);
2) (sc. τὴν ναῦν) приставать, причаливать (τῇ γῇ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανάγω naderen, met dat.

Middle Liddell

fut. ξω
seemingly intr. πρ. τῇ γῇ to put back to land, Plut.