σύμμορφος

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορφος Medium diacritics: σύμμορφος Low diacritics: σύμμορφος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: sýmmorphos Transliteration B: symmorphos Transliteration C: symmorfos Beta Code: su/mmorfos

English (LSJ)

ον, of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.

English (Strong)

from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.

English (Thayer)

σύμμορφον (σύν and μορφή) having the same form as another (cf. σύν, II:1) (Vulg. conformis, configuratus); similar, conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer's Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), εἰκών, a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].

Greek Monotonic

σύμμορφος: -ον (μορφή), αυτός που παρουσιάζει ομοιομορφία με, ομοιόσχημος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σύμμορφος: похожий с виду или лицом (τινος и τινι NT): γρᾶες καὶ θεραπαινίδων ὁ σ. ὄχλος Luc. старухи и толпа похожих на них служанок.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορφος -ον [σύν, μορφή] gelijkvormig (aan), lijkend (op); met dat., met gen.

Middle Liddell

σύμ-μορφος, ον, μορφή
conformed to, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:summorfÒj, (sÚmmorfoj,) 沁-摩而賀士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:共同-形狀的
字義溯源:共同的形成,模成,相似,一致的,相同的樣式,效法;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(2);羅(1);腓(1)
譯字彙編
1) 相似(1) 腓3:21;
2) 模成(1) 羅8:29