χλιδάω

From LSJ
Revision as of 11:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδάω Medium diacritics: χλιδάω Low diacritics: χλιδάω Capitals: ΧΛΙΔΑΩ
Transliteration A: chlidáō Transliteration B: chlidaō Transliteration C: chlidao Beta Code: xlida/w

English (LSJ)

poet. Verb, to be soft or be delicate, χλιδῶσα μολπά Pi.O.10(11).84; χλιδῶν πλόκαμος A.Fr.313: but mostly in bad sense, live delicately or luxuriously, Ar.Lys.640 (troch.); rare in Prose, χ. κατὰ τὴν δίαιταν Arr.An.5.4.4: c. dat., revel in, τοῖς παροῦσι πράγμασι A.Pr.971; πλούτῳ E.Fr. 986; πώγωνι S.Ichn.358; χλιδάω ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, δῶρ' ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Id.El.360: abs., show insolence, A.Supp.833 (lyr., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1359] weichlich, üppig sein, ein weichliches oder schwelgerisches Leben führen, auch übermüthig sein, τοῖς παροῦσι πράγμασι, auf die gegenwärtige Lage der Dinge übermüthig pochen, Aesch. Prom. 973, vgl. Suppl. 813; δῶρ', ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Soph. El. 352; Ar. Eccl. 640; – seltner im guten Sinne, χλιδῶσα μολπή, weicher, zarter Gesang, Pind. Ol. 11, 88.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être mou, délicat, efféminé;
2 s'enorgueillir, être fier, tirer vanité : τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: χλιδή.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδάω: μέλλ. -ήσω· (χλιδή)· - ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι χλιδανός, ἁβρός, λεπτός, χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν πλόκαμος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι μαλθακός, διάγω ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· ὡσαύτως, χλιδῶ ἐπί τινι, ὑπερηφανεύομαι διά τι πρᾶγμα, δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».

English (Slater)

χλῐδάω
  nbsp; 1 swell met. χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84)

Greek Monotonic

χλῐδάω: μέλ. -ήσω (χλιδή), είμαι λεπτός ή τρυφηλός, χλιδῶσα μολπή, σε Πίνδ.· ζω με χλιδή, γλεντώ, ζω με πολυτέλεια, τινί, σε κάτι, σε Αισχύλ.· χλιδάω ἐπί τινι, υπερηφανεύομαι για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδάω:
1) быть роскошным: χλιδῶν πλόκαμος Aesch. пышные кудри; χλιδῶντα θρέψαι τινά Arph. воспитать кого-л. в роскоши;
2) быть изнеженным: χλιδῶσα μολπή Pind. страстная или нежная песнь;
3) гордиться, кичиться (τινι Aesch., Eur. и ἐπί τινι Soph.).

Middle Liddell

χλῐδάω, fut. -ήσω χλιδή
to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπή Pind.:— to live delicately, to revel, luxuriate, τινί in a thing, Aesch.; χλ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, Soph.

Greek Monolingual

χλιδάω, Α χλιδή
1. είμαι χλιδανός, τρυφηλός
2. (με αρνητική σημ.) ζω τρυφηλά και άσωτα («οἱ χλιδῶντες καὶ ἀβροδιαίτως ζῶντες», Φίλ.)
3. φρ. «χλιδῶ ἐπί τινι» — περηφανεύομαι για κάτι (Σοφ.).