ἄνοστος
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ον, unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od. 24.528 ; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist. Fr. 145 ; Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP 7.482. = ἀνόστιμος (giving a low yield, not nutritious) ΙΙ, Thphr. CP 4.13.2 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que no regresa, desaparecido πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528, ἄ. εἴην que no regrese E.IT 751, πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι Arist.Fr.145, ἡβάσεις ἥβαν ... ἀνοστοτάταν AP 7.482, cf. Hsch.
2 que no tiene regreso, del que no se regresa τύχη Lyc.1088.
II 1de cosas que rinde poco γένοιτο αὐτῷ ... τὰ νόστιμα ἄνοστα SEG 6.802.23 (Salamina de Chipre), del grano, Thphr.CP 4.13.2.
2 poco nutritivo ὁ ὀρρός Sor.70.19
•fig. dañino, nocivo Cyr.Al.M.68.960D.
German (Pape)
[Seite 242] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui ne revient pas;
Sp. ἀνοστότατος.
Étymologie: ἀ, νόστος.
2ος, ον :
sans saveur, sans goût;
Cp. ἀνοστότερος.
Étymologie: ἀ, ὄζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ ἄνευ ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις οὐδέποτε πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. ἄνοστος ἐν τῇ σημερινῇ.
English (Autenrieth)
without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.
Greek Monolingual
(I)
ἄνοστος, -ον (Α) νόστος «επιστροφή»]
εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).
(II)
-η, -ο (Α ἄνοστος, -ον) νόστος (II) «γεύση»]
χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος
νεοελλ.
εκείνος που δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση, άχαρος, σαχλός.
Greek Monotonic
ἄνοστος: -ον, αυτός που δεν έχει γυρισμό, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. ἀνοστοτάτη, που δεν γυρίζει ποτέ πίσω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοστος:
1) Hom., Eur., Arst. = ἀνόστιμος 1;
2) Anth. = ἀνόστιμος 2.
безвкусный (πυρός Plut.).
Middle Liddell
unreturning, without return, Od.; Sup., ἥβη ἀνοστοτάτη never, never to return, Anth.