ὀκταήμερος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, eight days old, Ep.Phil.3.5.
German (Pape)
[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.
English (Strong)
from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.
English (Thayer)
ὀκταημερον (ὀκτώ, ἡμέρα), eight days old; passing the eighth day: περιτομή (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; but περιτομή) ὀκταήμερος, circumcised on the eighth day, τεταρταῖος; (`the word denotes properly, not interval but duration' (see Lightfoot on Philippians, the passage cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).
Greek Monolingual
και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)
αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο
χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
νεοελλ.-μσν.
1. ο ηλικίας οκτώ ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμερα
εκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετρα-ήμερος)].
Greek Monotonic
ὀκταήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη ημέρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀκταήμερος: восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.
Middle Liddell
ὀκτα-ήμερος, ον, ἡμέρα
on the eighth day, NTest.
Chinese
原文音譯:Ñkta»meroj 哦克他-誒姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:八-日
字義溯源:八日大的嬰孩,第八天;由(ὀκτώ)*=八)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 第八天(1) 腓3:5