ἠθοποιέω

From LSJ
Revision as of 20:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιέω Medium diacritics: ἠθοποιέω Low diacritics: ηθοποιέω Capitals: ΗΘΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ēthopoiéō Transliteration B: ēthopoieō Transliteration C: ithopoieo Beta Code: h)qopoie/w

English (LSJ)

A mould the character of a person, τὸν θεατήν Plu.Per.2; τὴν ψυχήν S.E.M.6.30. II express or delineate character, D.H. Lys.19: c. acc., τὸ σχῆμα τῆς γυναικός Aps.p.322 H.

German (Pape)

[Seite 1156] = ἠθολογέω, vgl. D. Hal. de Lys. 19 αὐτὸς ἠθοποιεῖ καὶ κατασκευάζει τὰ πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστὰ καὶ χρηστά; – die Sitten, den Charakter bilden, Plut. Pericl. 2 u. öfter; καὶ μεθαρμόττειν τὴν φύσιν τοῦ δήμου reipubl. ger. praec. 3, vom Wein ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων ἠθοποιεῖ τὸν πίνοντα καὶ μεθίστησιν, im Ggstz ἐν ἀρχῇ μὲν ὑπὸ τῶν ἠθῶν κρατεῖται τοῦ πί. νοντος. Oft Sext. Emp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
façonner les mœurs, former le caractère.
Étymologie: ἠθοποιός.

Russian (Dvoretsky)

ἠθοποιέω:
1) формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);
2) воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιέω: μορφώνω τὰ ἤθη, τὸν χαρακτῆρα, Πλούτ. Περικλ. 2· ἠθ. τὴν ψυχὴν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 30. ΙΙ. ἐκφράζω, διαγράφω ταῦτα, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 19.

Greek Monotonic

ἠθοποιέω: διαμορφώνω ήθη ή χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἠθοποιέω,
to form manners or character, Plut. [from ἠθοποιός