ὀφείλημα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό, that which is owed, debt, Th.2.40, etc.; ἀποτίνειν ὀ. Pl.Lg.717b; ἀποδοτέον Arist. EN1165a3: also in Inscrr., IG12.57.14, SIG306.38 (Tegea, iv B. C.), 1108.11 (Callatis, iii/ii B. C.), etc.; and Pap., PHib.1.42.10 (iii B. C.), etc.; cf. ὀφήλωμα.
German (Pape)
[Seite 424] τό, das, was Einer schuldig ist, die Schuld; ἀποτίνειν ὀφειλήματα, Plat. Legg. IV, 717 b; Sp., wie Matth. 7, 12; Lob. Phryn. 465.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dette, obligation.
Étymologie: ὀφείλω.
Russian (Dvoretsky)
ὀφείλημα: ατος τό долг, задолженность Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφείλημα: τό, τὸ ὀφειλόμενον, ὀφειλή, χρέος, Θουκ. 2. 40· ἀποτίνειν ὀφ. Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἀποδοῦναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.
English (Strong)
from (the alternate of) ὀφείλω; something owed, i.e. (figuratively) a due; morally, a fault: debt.
English (Thayer)
ὀφειλητος, τό (ὀφείλω), that which is owed;
a. properly, that which is justly or legally due, a debt; so for מַשָּׁאָה, ἀφιέναι, ἀποτίνειν, Plato, legg. 4, p. 717b.; ἀποδιδόναι, Aristotle, eth. Nic. 9,2, 5 (p. 1165a, 3). κατά ὀφείλημα, as of debt, חוב or חובָא (which denotes both debt and sin), metaphorically, offence, sin (see ὀφειλέτης, b.); hence, ἀφιέναι τίνι τά ὀφειλετα αὐτοῦ, to remit the penalty of one's sins, to forgive them, (Chaldean חובִין שְׁבַק), Winer's Grammar, 30,32, 33.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὀφείλημα) οφείλω
1. οφειλή, χρέος («ἀλλ' ὡς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων», Θουκ.)
2. (στην Κυριακή προσευχή) αμαρτία («καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν»).
Greek Monotonic
ὀφείλημα: τό, αυτό το οποίο οφείλει κάποιος, χρέος, οφειλή, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀφείλημα, ατος, τό,
that which is owed, a debt, Thuc., Plat.
Chinese
原文音譯:Ñfe⋯lhma 哦費累馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:欠(果效) 相當於: (נָשָׁא)
字義溯源:債;欠債,所欠的,該得的,罪,源自 (ὀφείλω)*=欠債。參讀 (ὀφείλω)同源字
出現次數:總共(2);太(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 該得的(1) 羅4:4;
2) 債(1) 太6:12