ὑλοτόμος
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
(parox.), ον, (τέμνω) A cutting or felling wood, πελέκεις Il.23.114; τέκτων LXXWi.13.11. II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op.807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc. III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf. τέμνω 111), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething (οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer.229.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz schlagend, fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥςτε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ ὑλοτόμος bûcheron.
Étymologie: ὕλη, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοτόμος:
I дор. ὑλᾱτόμος 2 (ῡ) лесорубный (πέλεκυς Hom.).
II ὁ дровосек, лесоруб Hom., Hes., Soph., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοτόμος: -ον, (√ΤΕΜ, τέμνω), ὁ τέμνων ξύλα, πέλεκυς Ἰλ. Ψ. 114· τέκτων Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοτόμος, ξυλοκόπος, Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. ὑλοτόμος, ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς θελκτήριον, φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. τέμνω ΙΙΙ. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον
είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].
Greek Monotonic
ὑλοτόμος: -ον (τέμνω),
I. υλοτόμος ή ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοκόπος, δασοφύλακας, στο ίδ., Σοφ.
II. προπαροξ. ὑλότομος, -ον, Παθ., αυτός που κόπηκε στο δάσος· τὸ ὑλότομον, φυτό που χρησιμοποιούνταν ως θέλγητρο, φυλαχτό, γούρι, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ὑλο-τόμος, ον, [cf. ὑλότομος] τέμνω
cutting or felling wood, Il.:— as substantive ὑλοτόμος, a wood-cutter, woodman, Il., Soph.
Mantoulidis Etymological
(=ξυλοκόπος). Ἀπό τό ὕλη + τεμεῖν τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὕλη.