τραυματίζω

From LSJ
Revision as of 08:45, 20 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "down" to "down")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτίζω Medium diacritics: τραυματίζω Low diacritics: τραυματίζω Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: traumatízō Transliteration B: traumatizō Transliteration C: travmatizo Beta Code: traumati/zw

English (LSJ)

Ion. τρωμ-: pf. τετραυμάτικα Decr. ap. D.18. 155:—Pass.τετραυμάτισμαι (v. infr.): aor. Pass. ἐτραυματίσθην E.Fr.705:— wound, Hdt.1.59, al., E.Ba.763, PPetr.3p.59 (iii B. C.), BGU1780.11 (i B. C.), Ev.Luc.20.12, etc.:—Pass., Hdt.9.61, al., Th.4.35, etc.; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν . . ἐκμαστεύομεν A.Eu.246; τραυματισθεὶς τολλά Th.4.12.

German (Pape)

[Seite 1135] verwunden; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; Eur. Bacch. 762; Thuc. 4, 12. 129; τετραυματίκασι, Dem. 18, 155. Ion. τρωματίζω.

French (Bailly abrégé)

pf. τετραυμάτικα;
Pass. ao. ἐτραυματίσθην, pf. τετραυμάτισμαι;
blesser.
Étymologie: τραῦμα.

Russian (Dvoretsky)

τραυμᾰτίζω: ион. τρωμᾰτίζω ранить (τινά Her., Eur.): τετραυματισμένος νεβρός Aesch. раненый молодой олень; τραυματισθεὶς πολλά Thuc. получив(ший) много ран.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτίζω: Ἰων. τρωμ-· πρκμ. τετραυμάτικα, Ψήφ. παρὰ Δημ. 276. 6· παθ. -ισμαι, ἴδε κατωτ.· παθ. ἀόρ. ἐτραυματίσθην Εὐρ. Ἀποσπ. 700. Τραυματίζω, πληγώνω, Ἡρόδ. 1. 59, κ. ἀλλ., Εὐρ. Βάκχ. 763, Θουκ. 4. 35, κλπ. ― Παθ., Ἡρόδ. 9. 61, κ. ἀλλ.· τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρόν... ἐκμαστεύομεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 246· τραυματισθεὶς πολλὰ Θουκ. 4. 12.

English (Strong)

from τραῦμα; to inflict a wound: wound.

English (Thayer)

1st aorist participle τραυματισας; perfect passive participle τετραυματισμενος; (τραῦμα); from Aeschylus and Herodotus down, to wound: Acts 19:16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α τραῡμα, τραύματος
χτυπώ κάποιον ώστε να του προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω
νεοελλ.
μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα του παιδιού του»)
μσν.
μτφ. επιφέρω καίρια βλάβη σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
παθ. τραυματίζομαι
(για πράγμ.) υφίσταμαι ζημία («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», Πολυδ.).

Greek Monotonic

τραυμᾰτίζω: Ιων. τρωμ-· παρακ. τετραυμάτικα, Παθ. -ισμαι· Παθ. αορ. ἐτραυματίσθην· τραυματίζω, πληγώνω, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

τραυμᾰτίζω, τραῦμα
to wound, Hdt., attic

Chinese

原文音譯:traumat⋯zw 特老馬提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:傷
字義溯源:使人受傷,打傷,受傷;源自(τραῦμα)=傷處),而 (τραῦμα)出自(Τίτος)X*=傷),類似(θραύω / θραυματίζω)=壓服^),(τρίβος)=路徑),(τρίζω)=切齒*)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 受了傷(1) 徒19:16;
2) 打傷了(1) 路20:12