διάγραμμα

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγραμμα Medium diacritics: διάγραμμα Low diacritics: διάγραμμα Capitals: ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: diágramma Transliteration B: diagramma Transliteration C: diagramma Beta Code: dia/gramma

English (LSJ)

ατος, τό, A figure marked out by lines, plan, Pl.R.529e: esp. geometrical figure, X.Mem.4.7.3, Pl.Phd.73b, Arist.Cael.280a1, etc. b geometrical proposition, Id.EN1112b21, APr.41b14, Ascl.in Metaph.174.9. 2 in Music, scale, Phan.Hist.17; but ἀφ' ἑνὸς δ. ὑποκρέκειν on one note, Plu.2.55d, cf. Dem.13. 3 horoscope, nativity, Id.Mar.42. 4 map, Jul.Ep.10. II list, register, D. 14.21; inventory, σκευῶν Id.47.36; register of taxable property, PRev.Laws39.17, al. (iii B. C.), Harp., Suid. III ordinance, regulation, GDI5040.64 (Cret.), PEleph.14.27 (iii B. C.), D.S.18.57; τὸ δ. τῶ Ἀντιγόνω OGI7 (Cyme); = Lat. edictum, Plb.22.10.6, Plu.Marc.24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I cien., técn.
1 geom. y mat. diagrama, figura geométrica, gráfico Pl.R.529e, Phd.73b, Euthd.290c, Tht.169a, X.Mem.4.7.3, Arist.Cael.279b34, 280a2, Mete.375b18, Eudem.140, Thphr.Fr.29, D.L.8.83, Origenes Cels.6.30, Papp.638, 670, Procl.in Euc.190.22, 213.7.
2 arq. diseño plano τοῦ τῆς Ἀφροδίτης τῆς τε Ῥώμης ναοῦ τὸ δ. αὐτῷ πέμψας D.C.69.4.3.
3 mapa συντιθέασιν εἰς ἓν δ. τὴν τῆς ὅλης οἰκουμένης ὄψιν Str.2.5.11, cf. Iul.Ep.10.
4 mús. sistema de notación musical equivalente a la tablatura Aristox.Harm.6.10, 42.14, Phan.32, Vitr.5.4.1, 5.5.6, Ph.1.26, 27, Plu.2.55d, Cleonid.Harm.14, Aristid.Quint.19.1, Bacch.Harm.62.
5 astrol. horóscopo, carta astrológica D.C.78.2.3.
II admin.
1 lista, registro, inventario oficial, esp. de los aparejos de los barcos en la flota aten. τῶν σκευῶν D.47.36, IG 22.1623.108, 1629.512 (ambas IV a.C.), cf. D.14.21, Hyper.Fr.102, 152.
2 en los reinos heleníst.:
a) decreto, edicto real de Alejandro κατὺ τὸ δ. SIG 306.10 (Tegea IV a.C.), de Antígono αὐτοὺς πρὸς αὑτοὺς διαλυθῆναι ἢ διακριθῆναι κ[ατὰ τοὺς ἑκατέρων ν] όμους καὶ τὸ παρ' ἡμῖν δ. Welles, RC 3.26 (Teos IV a.C.), cf. D.S.18.55, IKyme 1.2 (IV a.C.), IIasos 82.44 (III a.C.), de Filipo V IG 10(2).3.1, 10 (II a.C.);
b) en el Egipto ptol. ordenanza real, sobre la constitución de Cirene χρέσθωσαν δὲ τοῖς νόμοις τοῖς προτέροις, ὅσοι μὴ ὑπεναντίοι [τῷ] δε τῷ διαγράμματι SEG 9.1.38 (Cirene IV a.C.), gener. desarrollando o aclarando leyes vigentes, esp. sobre cuestiones judiciales, fiscales, civiles o econ. ἐὰν δέ τις ... γράψηται δίκην κατὰ τὸ δ. PHal.1.46 (III a.C.), cf. PHib.198.241, PHal.1.59, PPetr.3.36(a)ue.11 (todos III a.C.), PTor.Choachiti 8A.45 (II a.C.), ἐπὶ τὰς διὰ τοῦ διαγράμματος δηλουμένας [ἡμ] έρας δέκα UPZ 112.8.5 (III a.C.), cf. COrd.Ptol.21.31 (III a.C.), ἡ πρᾶξις αὐτοῖς ἔστω κατὰ [τὰ] διαγράμματα καὶ τοὺς νόμους BGU 1971.19 (II a.C.), cf. PHamb.26.3 (III a.C.);
c) en el koinón cretense reglamento, ordenanza legal, común a las ciudad del koinón τὸ δ. τῶν Κρηταιέων ICr.1.16.1.36 (Lato III a.C.), cf. 4.174.53 (Gortina II a.C.), 3.3.4.65 (Hierapitna II a.C.).
3 rom., trad. de lat. edictum, edicto Plb.22.10.6, Plu.Marc.24, Mar.42, cf. Hsch.
4 ley, reglamento sagrado, ref. a la ley de los misterios de Andania IG 5(1).1390.5, 25, 28, 95 (Andania I a.C.).
IV recinto ξένον μηδένα ἐντὸς τοῦ διαγράμματος παρ[απ] ορεύεσθαι BCH 33.1909.23.2 (Ponto II a.C.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. (dessin) :
1 dessin;
2 figure de géométrie;
3 table astrologique;
4 tablature de musicien, échelle musicale ; note de musique;
II. (écriture) :
1 registre, inventaire;
2 édit, décret, décision, en général d'un roi hellénistique, imposant certaines mesures à une cité, soit que celle-ci l'ait sollicité, soit que le roi intervienne d'autorité.
Étymologie: διαγράφω.

Russian (Dvoretsky)

διάγραμμα: ατος τό
1) рисунок, изображение (τὰ ὑπὸ Δαιδάλου γεγραμμένα διαγράμματα Plat.);
2) чертеж, математическая фигура (μέχρι τῶν διαγραμμάτων γεωμετρίαν μανθάνειν Xen.; ὁ τοῦ διαγράμματος ἀριθμός Arst.; δ. μαθηματικόν Plut.);
3) геометрическая задача (ζητεῖν καὶ ἀναλύειν ὥσπερ δ. Arst.);
4) астрологическая таблица (δ. Χαλδαϊκόν Plut.);
5) муз. лад, тональность, гамма (ἓν καὶ ἀμετάβλητον δ. Plut.);
6) список, перечень (τῶν σκευῶν Dem.);
7) письменное распоряжение, указ (τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγραμμα: τό, (διαγράφω) τὸ διὰ γραμμῶν σημειούμενον, εἰκών, τύπος, σχέδιον, σχῆμα, Πλάτ. Πολ. 529E. 2) γεωμετρικὸν σχῆμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 3, Πλάτ. Φαίδωνι 73B, κτλ.· πρόβλημα, ζητεῖν καὶ ἀναλύειν, ὥσπερ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 11, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 16, 5. 3) ἐν τῇ μουσικῇ ἡ διατονικὴ κλῖμαξ, Φανίας παρ’ Ἀθην. 352D· ἀφ’ ἑνὸς διαγράμματος, Πλούτ. 2. 55D. ΙΙ. κατάλογος γεγραμμένος, μητρῷον, κτλ., Λατ. scriptura, Δημ. 183. 20., 1150. 4. ΙΙΙ. ψήφισμα, δόγμα, ἀπόφασις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 64., 2671. 45, Πλούτ. Μαρκέλλ. 24.

Greek Monolingual

το (AM διάγραμμα) διαγράφω
1. η γραφική παράσταση ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου ή μιας διεργασίας, με γενικές γραμμές
2. η περίληψη ενός έργου
3. το πεντάγραμμο της ευρωπαϊκής μουσικής
4. η προβολή τών σημείων ενός αντικειμένου πάνω σ' ένα επίπεδο
αρχ.
1. γεωμετρικό σχήμα
2. ψήφισμα, απόφαση
3. μητρώο
4. η διατονική κλίμακα
5. απογραφή
6. κανονισμός, διάταξη
7. διάταγμα
8. γεωγραφικός χάρτης.

Greek Monotonic

διάγραμμα: -ατος, τό (διαγράφω),·
I. 1. εκείνο στο οποίο έχουν χαραχτεί, έχουν σχηματιστεί γραμμές, εικόνα, σχέδιο, σε Πλάτ.
2. γεωμετρική μορφή, σχήμα, σε Ξεν., Πλάτ.
II. κατάλογος γραμμένος, μητρώο, σε Δημ.
III. ψήφισμα, διάταγμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διάγραμμα, ατος, τό, διαγράφω
I. that which is marked out by lines, a figure, plan, Plat.
2. a geometrical figure, diagram, Xen., Plat.
II. a written list, register, Dem.
III. a decree, edict, Plut.

English (Woodhouse)

figure in geometry, in geometry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

τό, Alles mit Linien Umzogene:
a Umriß, Plat. Rep. VII.529e.
b eine geometrische Figur, Plat. Theaet. 169b und öfter; Xen. Mem. 4.7.3 und Sp.; musikalisches Schema, Phanias bei Ath. VIII.452c; vgl. Plut. Dem. 9.
c Register, Liste, σκευῶν Dem. 14.21; edictum, Plut. Marc. 24.