ἀργυράγχη
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ἡ, (formed after κυνάγχη) silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠράγχη: ἡ ирон. (по созвучию с κυνάγχη) серебряная ангина (отказ подкупленного оратора от выступления под предлогом болезни горла) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.
Greek Monolingual
ἀργυράγχη, η (Α)
λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β' συνθετ.) < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη, χοιράγχη)].
Greek Monotonic
ἀργῠράγχη: ἡ, το συνάχι από ασήμι· σκωπτική λέξη που σχηματίστηκε κατά το κυνάγχη, και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε συνάχι, δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην ουσία όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἄργυρος, ἄγχω
silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really (it was alleged) because he was bribed, Plut.
German (Pape)
ἡ, Geldbräune, wenn jemand bestochen ist nicht zu reden und er Halsweh, als Grund seines Schweigens, vorschützt, Plut. Dem. 25; Gell. 11.9.